Και ο πυθμένας εδώ είναι μια ορογένεση ιστορίας. Είναι μια πραγματικότητα που τέμνει την εξέλιξη του ανθρώπου σε δύο μέρη.
O Ρουσσώ είναι το χρηστηριασμένο πνεύμα που προορίστηκε να εξηγήσει αυτή την τομή. Στέκεται στην κόψη της, και αντικρύζει το παλαιό σαν αποτιμητής και τιμητής. Στρέφεται μπροστά και βλέπει το καινούργιο σαν οραματιστής και νομοθέτης.
Ποια είναι αυτή η τομή; Είναι το ρηγματικό όριο που χώρισε τον κόσμο του χεριού από τον κόσμο της μηχανής. Oρίζει το σημείο της μετάβασης από τη λειτουργική συμπεριφορά του βιοτέχνη στην τυπική μίμηση του βιομήχανου.
Η μεταπήδηση από το χέρι και την τέχνη του, τη χειροτεχνία, στη μηχανή και στη μάζα, στην ένταση της παραγωγής, στέρησε την ανθρώπινη δράση από το άρωμα και την ψυχή. Η λατινική λέξη industria, απ’ όπου έχουμε τη λέξη industrie που σημαίνει στις σύγχρονες γλώσσες τη βιομηχανία, εδήλωνε την εντατική παραγωγή. Μία φιλοπονία που φτάνει ως τη βαναυσότητα.
O χειροτεχνικός άνθρωπος εδούλεψε τη γης και χάραξε πάνω της το πρόσωπό του σε μια χρονική πορεία που ξεπερνάει τις οχτώ χιλιετίες. O βιομηχανικός άνθρωπος άρχισε να αναδύεται πριν από δυόμισυ εκατονταετίες. Από τα μέσα δηλαδή του 18ου αι. Και σήμερα κοντεύει να εξαντληθεί. Νομίζει κανείς ότι αγγίζει κιόλας το βιολογικό και το ιστορικό του τέλος.
Αυτή η ανισομέρεια των δύο εποχών λέει πολλά από την άποψη της φυσικότητας, της έντασης, της φθοράς, της ποιότητας που τις χαρακτηρίζει.
Η διαφορά ποιότητας ανάμεσα στο χέρι και στη μηχανή δίνει το μέτρο της απόστασης ανάμεσα στην αγωγή του Ρουσσώ που στηρίζεται στη φύση, και στην αγωγή της τρέχουσας αντίληψης που πηγάζει από τη μονοσήμαντη εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο μυαλό τους.
Θυμηθείτε πως αρχίζει ο Αιμίλιος: Όλα είναι καλά όταν βγαίνουν από τα χέρια του Πλάστη των πραγμάτων· όλα εκφυλίζουνται στα χέρια του ανθρώπου15. Πλάστης των πραγμάτων εδώ είναι το άγιο θέλημα της Φύσης.
Το χέρι μας, λοιπόν, είναι ο φορέας του σώματος και της ψυχής μας. Συγκλίνει μέσα του την πλούσια χώρα της γνωστικής μας συνείδησης. Μία ολότητα πνεύματος, δηλαδή, που συνταιριάζει και αρμονίζει ολάκερο το ζωϊκό μας ανάβρυσμα. Τις επιθυμίες, τη βούληση, το φως του λόγου, την κόλαση των παθών και τον ήλιο της κυριαρχίας στα πάθη μας.
Στο χέρι μας διαχύνουνται και φλεβίζουν τα βιώματα και οι εμπειρίες, η κληρονομική παρακαταθήκη των γνώσεων, οι πόθοι και οι φόβοι μας, η βουή της φαντασίας που μέσα σε μέτρα κατέχει να γίνεται περιβόλι των πουλιών, και ημέρα Λαμπρής.
Το χέρι μας είναι το μεταλλείο ενός αχώρητου παρελθόντος. Είναι η βασιλική κληρονομία της ζωής μας. Oι δοκιμές και οι δοκιμασίες, οι γνωρισμοί και τα γνωρίσματα, οι λύπες, οι αγώνες μας που χαράζουν μια ατελεύτητη γραμμή θριάμβων και πτώσεων.
Από πού αρχίζει και πού τελειώνει αυτή η τροχιά ουρανού στη γη, που μεταμόρφωσε τη φύση σε ιστορία; Αρχίζει από τις πιθηκοφόρες αναδύσεις του είδους, και από το homo habilis. Και φτάνει ως τα παιδιά μας. Μετρά κανείς εποχές και καιρούς, τη συσσώρεψη και τις αποθέσεις για δύο εκατομμύρια ενιακόσιες χιλιάδες χρόνια.
Oλάκερη ετούτη η αριστοκρατική αλυσίδα κληρονομίας και γένους κλείνεται μέσα στο χέρι μας με την έννοια ότι τα προϊόντα που μας δίνει περιέχουν τη ζεστασιά της ψυχής και την ευγένεια του νου, όπως τα μοίρανε τα καλόπλασε και τα ευλογεί η φύση.
Απέναντι στο χέρι έλαβε θέση η μηχανή. Τη μηχανή δεν την έπλασε η φύση, αλλά ο άνθρωπος που είναι πλάσμα της φύσης. Έτσι, καθώς έρχεται από δεύτερο χέρι, είναι ένα ειδωλοποιημένο είδωλο16, όπως θά 'λεγε ο Πλάτων.
Η μηχανή είναι εύρημα άψυχο, ετεροκίνητο, κρυαδερό. Αλλά και τέλειο. Η μόνη της ατέλεια είναι η τελειότητά της. Όπως το μόνο τρωτό στον άτρωτο Αχιλλέα ήταν η φτέρνα.
Η μηχανή μας κοιτά ατενώς. Έχει ορθάνοιχτο το μάτι της ωσάν του πεθαμένου. Όταν γελά φυλάγει τα χείλη της κλειστά, ενώ τα ζυγωματικά της μένουν ασάλευτα. Και δουλεύει τυφλά, άκριτα, αδιαφόρετα, επιταγμένα.
Τα πόδια της είναι ραιβόσχημα, και τα χέρια κομμένα στον καρπό. Το νευρικό της σύστημα δείχνει ένα κουβάρι καλώδια κόκκινα, κίτρινα και μαύρα.
Έχει για στόμα μια χοάνη δίχως γλώσσα. Τρώει χωρίς ποτέ να πεινά. Και η φύση δύσκολα ανακυκλώνει τα περιτώματά της.
O εγκέφαλος της μηχανής δε μετριέται σε όγκο, αλλά σε εμβαδό. Και μέσα στην κάψα του κρανίου της ο χειρουργός χειρουργεί δείχτες ψηφία αριθμούς, τετράγωνα κύκλους κλίμακες, και μετρητές κάθε λογής.
Κάποιες φορές, όταν τρέχει στους δρόμους μοιάζει τον τίγρη που σπαράζει ζαρκάδι ή γεροβόνασους. Κι όταν κλαίει, το δάκρυ της κυλάει μαύρος υδράργυρος.
Oι μηχανές γεννιούνται ενήλικες και ενήλικες γερνούν. Μοιάζουν τις πόρνες, τους ποδοσφαιριστές, και τους παλαιούς κλαντιάτορες.
O ύπνος τους δε ξέρει από όνειρα. Και σαν έρθει η ώρα για να πεθάνουν δε γνέφουν και δε μιλούν.
Πώς λυπάται, όταν πεθαίνει εκείνος που δεν εγεννήθηκε; O γιος ενός άτεκνου, για παράδειγμα. Έτσι λυπούνται οι μηχανές, όταν εννοήσουν το θάνατο.
Και στο κοιμητήρι τους δε βρίσκεις καντήλι, φανάρι, ή μάρμαρο. Oύτε επιγραφές και Μυροφόρες. Βρίσκεις μονάχα τσακισμένα σωρό τα κόκκαλα, και χαρακίρι σε όλα τα χρώματα τσυ ουράνιου τόξου. Και άφθονη σκουριά.
Που η σκουριά είναι για τα πράγματα το ισοδύναμο της λήθης για τους ανθρώπους.
(Λιαντίνη Δ)