Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Οι Έλληνες θα παραμένουν ιδιαίτεροι και θα έχουν το προνόμιο να υπερασπίζονται μόνιμα τον πολιτισμό απέναντι στη βαρβαρότητα


Συμπληρώνονται 70 χρόνια από την έναρξη του αγώνα που έδωσε η χώρα μας και ο λαός μας το 1940. Η επέτειος αυτή μας βρίσκει μπροστά σε σωρεία προβλημάτων και σε κατάσταση που μας επιβάλλει να αντλήσουμε το θάρρος και το σθένος που μας χρειάζονται. Καλό είναι λοιπόν να ανατρέξουμε σε μια πρόσφατη περίοδο της ιστορίας μας κατά την οποία ανέλπιστα βρεθήκαμε να διαθέτουμε και θάρρος και σθένος.
Η χώρα μας και ο λαός μας διαθέτουν μια ιστορική και γεωστρατηγική ιδιομορφία: βρίσκονται μόνιμα κάτω από ποικίλες επιβουλές που σταθερά απειλούν την ύπαρξή τους. Με τραγικότητα ακολουθεί ο ελληνικός λαός την ιστορική του πορεία: πάντα είναι υποχρεωμένος να αμύνεται και να αντιστέκεται. Αναρίθμητες, συνεχείς και μόνιμες είναι οι απειλές προς τον ελληνικό χώρο, αλλά και τον ελληνικό πολιτισμό, την ελληνική ιστορία και την ελληνική γλώσσα. Σε μια συνεχή κατάσταση άμυνας είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε μόνιμα και σταθερά. Και όταν τα σύννεφα των κατακτητικών επιδρομών και των πολέμων ξεσπούν σε θύελλες, πρώτοι είμαστε υποχρεωμένοι να τις αντιμετωπίσουμε με τα όπλα.
Τον τρομερό και ανθρωποφάγο 20ό αιώνα πρώτη ήταν η Ελλάδα στους φοβερούς αγώνες που τον σημάδεψαν. Στους δύο εφιαλτικούς παγκόσμιους πολέμους η Ελλάδα έγινε ολοκαύτωμα, αλλά και βρέθηκε στην πλευρά των τελικών νικητών. Χαμένη όμως και ρημαγμένη βγήκε και από τους δύο πολέμους. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε για την Ελλάδα το 1922, τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του, και με ένα μεγάλο τμήμα του Ελληνισμού, αυτό της Ανατολής, για πάντα χαμένο. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τέλειωσε για την Ελλάδα μόλις το 1949, πάλι τέσσερα χρόνια μετά τη λήξη του, και πάλι με τεράστιες απώλειες για τον Ελληνισμό.
Αλλά και η χώρα μας και ο λαός μας πορεύονται σε ένα κόσμο εν πολλοίς άξενο και συνήθως εχθρικό. Παρά τα ιστορικά παραδείγματα που έχουν καθιερωθεί παγκοσμίως, και για τα οποία είμαστε πασίγνωστοι, δεν διαθέτουμε συγγενείς λαούς η χώρες και δεν ανήκουμε σε καμιά από τις μεγάλες συσσωματώσεις λαών. Εκείνο που μόνο διαθέτουμε είναι το φρόνημά μας, που μόνιμα αναγεννάται, όπως αναδύεται μέσα από την ελληνική ιστορία και όπως το προβάλλουν οι μεγάλοι ποιητές και τις εξιστορούν οι μεγάλοι ιστορικοί μας. Φρόνημα, το οποίο παρουσιάζει μια θαυμαστή σταθερότητα μέσα στις θύελλες και τις εκπλήξεις της ιστορίας. Το φρόνημα αυτό εκδηλώθηκε με συνέπεια κατά το 1940, όταν αντιμετωπίσαμε αυθόρμητα και καθολικά τις πάνοπλες στρατιές αυτών που κινούσε τη δαιμονική ιδέα της παγκόσμιας κυριαρχίας. Τότε, σε μια εποχή σκότους, η τολμηρή και γενναία στάση του ελληνικού λαού αποτέλεσε τον φωτεινό πόλο της ελπίδας των λαών της κατακτημένης Ευρώπης. Για μια ακόμη φορά οι Έλληνες έδωσαν ένα παράδειγμα τρόπου και συμπεριφοράς αρνούμενοι να υποταχθούν στην τυφλή δύναμη.
Η Ελλάδα κατά τον Μεσοπόλεμο
Όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου μετά το 1923, όταν η Συνθήκη της Λωζάνης καθόρισε τα σύγχρονα περιορισμένα όρια του ελληνικού κράτους, η χώρα αντιμετώπιζε συνεχείς επιβουλές και εχθρικό διεθνές περιβάλλον. Η χώρα είχε υποδεχθεί ένα τεράστιο αριθμό προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολή Θράκη. Ωστόσο, η ηττημένη χώρα κατόρθωσε, με τον χαρακτηριστικό στους Έλληνες τρόπο, να ανορθωθεί μέσα από τα ερείπια και τις καταρρεύσεις. Μετά από μία επική προσπάθεια, το ελληνικό κράτος κατόρθωσε να περιθάλψει και να στεγάσει το 1.500.000 των προσφύγων. Τα πληθυσμιακά δεδομένα στη Μακεδονία και στη Θράκη ανατράπηκαν. Η Ελλάδα έγινε η πιο ομοιογενής εθνικά χώρα στην Ευρώπη. Το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε και βελτιώθηκε. Οι Ρωμιοί της Ανατολής, που τους δύο προηγούμενους αιώνες είχαν διαπρέψει στο εμπόριο και την οικονομία, ξανάρχισαν την οικονομική τους δραστηριότητα στα όρια πλέον του ελληνικού κράτους. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκαν ραγδαία. Το εθνικό εισόδημα πραγματοποίησε άλματα κατά τη δεκαετία του 1930, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η χώρα δεν παρέμενε ουσιαστικά φτωχή και κατεστραμμένη.
Ωστόσο, η χώρα αντιμετώπιζε μια τελείως νέα κατάσταση: δεν υπήρχε πλέον ο εκτός των ελλαδικών συνόρων Ελληνισμός. Από την οικουμενική πραγματικότητα της καθ’ ημάς Ανατολής οι Έλληνες έπρεπε να προσαρμοστούν στα όρια του εθνικού τους κράτους. Αυτό σημαίνει το ιστορικό τέλος της ιδεολογίας της Μεγάλης Ιδέας και πρακτικά το τέλος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων που ακολούθησαν τη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κράτους.
Απειλητικό το διεθνές περιβάλλον για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου
Τα τερατώδη πολιτικά συστήματα που κυριάρχησαν στην ηπειρωτική Ευρώπη κατά τον Μεσοπόλεμο δημιούργησαν άμεσες απειλές για τη χώρα μας. Η φασιστική Ιταλία διατύπωσε ένα αυτοκρατορικό όνειρο, το οποίο κατά τα πρότυπα της Δ΄ Σταυροφορίας και του διαμοιρασμού των ελληνικών χωρών το 1204, στερούσε την Ελλάδα από τη δυνατότητα ελεύθερης ύπαρξης. Ήδη η απειλή είχε πάρει ορατή μορφή με την κατάληψη και υποταγή της Αλβανίας, ενώ είχε προηγηθεί η πρόσκαιρη κατάληψη της Κέρκυρας το 1923. Οι απειλές και οι ιταμές προκλήσεις της φασιστικής Ιταλίας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του εύδρομου «Έλλη» στην Τήνο τον δεκαπενταύγουστο του 1940, δεν είχαν πτοήσει τους Έλληνες, αλλά αντίθετα είχαν αφυπνίσει το αντιστασιακό τους φρόνημα. Έμοιαζε τότε η φασιστική Ιταλία με τον σύγχρονο ανατολικό γείτονά μας, που από δεκαετίες βυσσοδομεί εναντίον μας και μόνιμα εκτοξεύει απειλές κάτω από την νεοαυτοκρατορική του φαντασίωση.
Η Βουλγαρία έτρεφε ακόμη τα εθνικιστικά όνειρα τα οποία δεν είχε μπορέσει να πραγματοποιήσει με τους Βαλκανικούς Πολέμους. Η Σοβιετική Ένωση καλλιεργούσε το κατάλληλο κλίμα για την απόσπαση της Μακεδονίας και της Θράκης, με τη βεβαιότητα ότι τη συνέφερε μια αδύναμη μεσογειακή Ελλάδα και μια ισχυρή Βουλγαρία του Αιγαίου. Η Ελλάδα, χώρα ναυτική και μεσογειακή, είχε αναζητήσει προστασία στη συμμαχία της με την ιμπεριαλιστική, αλλά δημοκρατική Μεγάλη Βρετανία. Παράλληλα, είχε ανεγείρει την οχυρή γραμμή Μεταξά, συνεχή σειρά οχυρώσεων και οχυρών που κάλυπταν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στην Ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη. Είχε επίσης γίνει μια διπλωματική προσπάθεια με το Βαλκανικό Σύμφωνο, ώστε να εξασφαλισθεί η συνεργασία της Γιουγκοσλαβίας και της Τουρκίας.
Η Ελλάδα και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος
Τον Οκτώβριο του 1940 ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη συμπληρώσει ένα χρόνο από την έναρξή του. Φαινόταν τότε ότι η ναζιστική Γερμανία αξιοποιώντας σύγχρονα πολεμικά μέσα και μεθόδους θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο. Παρά το ότι είχε αποτύχει στην προσπάθειά της να καταβάλει με την αεροπορία της τη Μεγάλη Βρετανία και να την υποχρεώσει σε συνθηκολόγηση, η Γερμανία κυριαρχούσε απόλυτα στην Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Φαινόταν τότε ότι η Ελλάδα δεν είχε δυνατότητα αντίστασης στις διαθέσεις της φασιστικής Ιταλίας. Το μόνο ευνοϊκό στοιχείο για την Ελλάδα φαίνονταν να είναι η ναυτική κυριαρχία της Μεγάλης Βρετανίας στη Μεσόγειο και η αποτυχία των Ιταλών να καταλάβουν την Αίγυπτο και να αποκτήσουν τη Διώρυγα του Σουέζ.
Για τη φασιστική Ιταλία η Ελλάδα ήταν ένας ασήμαντος και ανάξιος αντίπαλος, τον οποίο ανέφεραν με περιφρόνηση. Οι Ιταλοί πίστευαν ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν ήταν αξιόμαχος και ότι θα μπορούσαν με τις δυνάμεις που διέθεταν στην Αλβανία να καταλάβουν σε μικρό διάστημα ολόκληρη τη χώρα. Η ιταλική αεροπορία είχε απόλυτη υπεροχή απέναντι στην ελληνική και ο ιταλικός στρατός διέθετε σύγχρονο μηχανικά πολεμικά μέσα, ώστε ο ελληνικός στρατός να μην μπορεί να τον αντιμετωπίσει. Ο Ιταλός δικτάτορας Μουσολίνι, μάλιστα, πίστευε ότι θα ανόρθωνε την αυτοπεποίθησή του παρουσιάζοντας μια εύκολη, αλλά εντυπωσιακή επιτυχία, στον φίλο του και ανταγωνιστή δικτάτορα της Γερμανίας.
Το ελληνικό «ΟΧΙ» και η μάχη της Πίνδου
Η είδηση της επίθεσης των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο την αυγή της Δευτέρας 28.10.1940 δεν ήταν έκπληξη για τον ελληνικό λαό. Αντίθετα στις προβλέψεις και τους δυσμενείς όρους κάτω από τους οποίους άρχιζε ο πόλεμος, οι Έλληνες επιστρατεύθηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό. Παρά τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής εκείνης, το αυταρχικό καθεστώς και τις έντονες αντιπαραθέσεις των πολιτικών αντιλήψεων ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε ενωμένος και χωρίς διχασμούς την κρίσιμη κατάσταση. Ο Ελληνικός Στρατός, που πριν δεκαοκτώ χρόνια είχε ηττηθεί στη Μικρά Ασία, παρατάχθηκε αναγεννημένος με εντυπωσιακή επιτυχία στην Ήπειρο. Η συμμετοχή στην επιστράτευση ήταν καθολική, αυθόρμητη και ενθουσιώδης. Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν οι στρατευμένοι των προσφυγικών πληθυσμών της Μακεδονίας και της Θράκης, οι οποίοι έδειξαν ότι πολεμούσαν πλέον για τις νέες τους πατρίδες.
Ωστόσο, τις πρώτες κρίσιμες μέρες του πολέμου τα επίλεκτα ορειβατικά τμήματα των Ιταλών Αλπινιστών κατέλαβαν απειλητικές θέσεις στην Πίνδο, όπου δεν είχαν προλάβει ακόμη να φθάσουν οι επιστρατευμένοι Έλληνες. Υπήρχε κίνδυνος κατάληψης των Ιωαννίνων και του Μετσόβου και εισβολής των Ιταλών στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία. Ο Στρατηγός Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, Διοικητής της 8ης Μεραρχίας που υπεράσπιζε το Καλπάκι μπροστά στα Ιωάννινα, δήλωσε, όταν έλαβε διαταγή υποχώρησης: «Εγώ εδώ θα πολεμήσω και θα σταματήσω τον εχθρό, για να δώσω χρόνο να πραγματοποιηθεί η επιστράτευση. Τότε, αν θέλουν από κάτω, ας έρθουν να μας σώσουν – ή ας μας αφήσουν να πεθάνουμε». Ανάλογη ήταν η στάση του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη που υπεράσπιζε τις διόδους της Πίνδου. Ο αγώνας ήταν σκληρός και άνισος και έληξε με περίλαμπρη ελληνική νίκη. Μετά την άφιξη του Ελληνικού Στρατού έγινε σε λίγες μέρες φανερό ότι οι Έλληνες πήραν την πρωτοβουλία. Για πρώτη φορά από την έναρξη του πολέμου ο Άξονας βρέθηκε μπροστά σε μια ήττα και μάλιστα από την 8η Ελληνική Μεραρχία. Το γεγονός δημιούργησε μεγάλη εντύπωση σε όλο τον κόσμο και θεωρήθηκε νίκη όλων αυτών που αγωνίζονταν ενάντια στην υποταγή της Ευρώπης και των λαών της. Ήταν ο αγώνας ύπαρξης ενός μικρού και αδύναμου έθνους για την τιμή και την αξιοπρέπειά του, αλλά και αγώνας που γινόταν σύμβολο και ελπίδα των λαών της Ευρώπης.
Η απελευθέρωση της Βόρειας Ηπείρου
Στα μέσα του Νοεμβρίου του 1940 ο νικητής Ελληνικός Στρατός διέσπασε το ιταλικό μέτωπο, πέρασε τα τότε ελλαδικά σύνορα και άρχισε να απελευθερώνει τα χωριά και τις πόλεις της ελληνικότατης Βόρειας Ηπείρου. Η Βόρεια Ήπειρος, χώρα ελληνική, που έπαιξε σημαντικό ρόλο ως κοιτίδα Ελληνισμού, αλλά και ως εστία της Αναγέννησης του Ελληνισμού κατά την Τουρκοκρατία, είχε ήδη απελευθερωθεί από τον Ελληνικό Στρατό δύο φορές κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και στην πρώτη φάση του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, χωρίς αυτό να οδηγήσει στην ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος. Δύο φορές υποχρεώθηκαν οι Έλληνες να αποχωρήσουν από την Βόρειο Ήπειρο. Τώρα, στις 22.11.1940 απελευθερώθηκε και πάλι η Κορυτσά και τις 8.12.1940 το Αργυρόκαστρο.
Παρά την έλευση του χειμώνα και την κινητοποίηση μεγάλων μέσων από τους Ιταλούς ο Ελληνικός Στρατός παρέμεινε νικητής στο πεδίο της μάχης μέχρις ότου τον Απρίλιο του 1941 η πανίσχυρη γερμανική στρατιά, που επετέθη στη χώρα μας από τη Βουλγαρία, τον απέκοψε και τον πλευροκόπησε, αφού νίκησε τη Γιουγκοσλαβία.
Η αντίσταση των Ελλήνων φαινόμενο διαχρονικό
Η σημασία της ελληνικής αντίστασης και νίκης στην Ήπειρο το 1940 δεν είναι μόνο ηθική. Η ελληνική αντίσταση έχει διαστάσεις γεωστρατηγικές και γεωπολιτικές που ακόμη συζητούνται.
Ανεξάρτητα από αυτές τις διαστάσεις, ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος και ο Ελληνογερμανικός Πόλεμος που τον ακολούθησε επαναλαμβάνουν τη γνωστή από την αρχαιότητα στάση των Ελλήνων να αντιστέκονται σε οποιεσδήποτε δυσμενείς συνθήκες, όσο ανυπέρβλητες και αν εμφανίζονται. Πρόκειται για στάση τραγική που είναι παρούσα στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας μας. Ήδη στην κλασική αρχαιότητα ο Ηρόδοτος και ο Αισχύλος αναρωτιούνται για το τί εμψυχώνει και επιτρέπει στους Έλληνες να αντισταθούν και να νικήσουν τις τεράστιες στρατιές των Περσών. Ο Ηρόδοτος παρουσιάζει τον Ξέρξη να απορεί και να ανησυχεί, μη μπορώντας να εξηγήσει την αδιαφορία των Ελλήνων μπροστά στα μεγέθη και τα μέσα της στρατιάς του, που είναι η μεγαλύτερη και η δυνατότερη της μέχρι τότε ιστορίας. Παρά την υπερηφάνεια που αισθάνεται μετά την επιθεώρηση της γιγαντιαίας ασιατικής πανστρατιάς, ανησυχεί γιατί διαισθάνεται ότι κάτι του διαφεύγει, χωρίς να μπορεί να το καταλάβει. Ο Ηρόδοτος υπαινίσσεται το ηθικό πλεονέκτημα των Ελλήνων βάζοντας τον Αρτάβανο και τον Δημάρατο να επιβεβαιώνουν τις ανησυχίες του Ξέρξη. Για τον Αισχύλο η νίκη των Ελλήνων οφείλεται στο ηθικό πλεονέκτημα που τους χαρίζει η πολιτική διακυβέρνηση και ειδικά η αθηναϊκή δημοκρατία.
Αργότερα ο Πλάτων στους διαλόγους του «Τίμαιος» και «Κριτίας» θα αναλύσει το πρόβλημα και θα δώσει μια απάντηση μέσα από ένα μύθο: Η προϊστορική Αθήνα σώζει την Ευρώπη και την Ασία από την κατακτητική επιδρομή των βασιλέων της μυθικής και βαρβαρικής Ατλαντίδας, που έχει υποτάξει αλαζονικά τη φύση και διαθέτει κολοσσιαία υπεροχή σε στρατιωτικά μέσα. Πρόκειται για την υπεράσπιση της κοσμικής τάξης και για τον νομοτελειακό θρίαμβο του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα. Πρόκειται με άλλα λόγια για μια μορφή Μεγάλης Ιδέας την οποία υπερασπίζει η Αθήνα. Η ιδεαλιστική αυτή ερμηνεία τροφοδοτεί με πολλές μορφές το φρόνημά μας και γίνεται η αρχή, σύμφωνα με την οποία οι Έλληνες δίνουν ένα ηθικιστικό περιεχόμενο στις αντιπαραθέσεις τους με άλλους λαούς. Η ιδέα της κατίσχυσης του πολιτισμού προς τον βαρβαρισμό συνοδεύει τους αγώνες του Γένους και στηρίζει μόνιμα το φρόνημά του. Ο πολιτισμός θα παραμένει σταθερά δικαιωμένος απέναντι στην αδικία της δύναμης και θα βρίσκεται πάντα αντιμέτωπος με τον βαρβαρισμό. Οι Έλληνες θα παραμένουν ιδιαίτεροι και θα έχουν το προνόμιο να υπερασπίζονται μόνιμα τον πολιτισμό απέναντι στη βαρβαρότητα. Ο απόηχος του πλατωνικού ιδεαλισμού διασχίζει την ιστορία και φθάνει στις μέρες μας.
Δημήτρης Μαυρίδης
http://www.ardin.gr/