«Υποφέρουμε μόλις συνειδητοποιήσουμε ότι δεν έχουμε κάτι που επιθυμούμε ή μόλις ενημερωθούμε για κάποιαν απώλεια. Υποφέρουμε όταν αυτό που καταφέραμε απέχει πολύ από αυτό που περιμέναμε, κι όταν νομίζουμε ότι για ορισμένα πράγματα είναι πια πολύ αργά» (Μπουκάι, 2010: 64).
Ο πόνος είναι πανανθρώπινος, έχει όμως μία μόνο ρίζα. Και η ρίζα αυτή είναι η επιθυμία. Επιθυμίες, προσκόλληση, πόθοι και προσδοκίες- ιδού οι ρίζες του πόνου μας. Αν πηγάζουν από δω τα βάσανά μας τότε ο πόνος έχει λύση (Βούδας).
Και ποια είναι η λύση;
«Η λύση είναι να πάψουμε να επιθυμούμε. Να αποδεχτούμε. Να αφήσουμε πίσω. Να διαγράψουμε την επιτακτική ανάγκη να είναι τα πράγματα διαφορετικά από ότι είναι».
Σταματήστε την προσπάθεια να αποκτήσετε όλα όσα θα θέλατε να έχετε αυτή τη στιγμή –υλικά, συναισθηματικά ή πνευματικά-, και ο πόνος θα εξαφανιστεί.
«Ταυτίζουμε την ευτυχία με τις ανέσεις μας, με την επιτυχία, τη δόξα, τη δύναμη, την αναγνώριση, τα χρήματα, τις απολαύσεις, τη στιγμιαία ευχαρίστηση. Και δεν φαίνεται να είμαστε ούτε στο ελάχιστον διατεθειμένοι να παραιτηθούμε από κάτι που έχουμε. Ούτε και με αντάλλαγμα την ευτυχία. Ξέρουμε καλά ότι πολλά από τα βάσανά μας προέρχονται από όσα κάνουμε καθημερινά για να εξασφαλίσουμε όλα όσα επιθυμούμε, κανείς όμως δεν μπορεί να μας πείσει να παραιτηθούμε από αυτά.
Δεν μπορεί κανείς να μας πείσει ότι θα σταματήσουμε να υποφέρουμε αν κάνουμε το μεγάλο βήμα να πάψουμε να επιθυμούμε».
«Είμαστε σαν τον ορειβάτη, αγκιστρωμένοι στην αναζήτηση υλικών πραγμάτων σαν να ήταν το σχοινί που θα μας σώσει. Δεν έχουμε το θάρρος ν’ αλλάξουμε αντιλήψεις και συμπεριφορά, γιατί φοβόμαστε ότι χωρίς πράγματα στην κατοχή μας, μας περιμένει ο θάνατος κι η εξαφάνιση. Ξέρουμε ότι το γνωστό μας προξενεί πόνο, δεν είμαστε όμως διατεθειμένοι να παραιτηθούμε απ’ αυτό. Η ιδέα ότι πρέπει ν’ αφήσουμε πίσω πράγματα για να διασχίσουμε τον δρόμο πιο ανάλαφροι, δεν μας είναι άγνωστη. Αφού δεν αφήνουμε τίποτε, όμως, δεν έχουμε καμία πιθανότητα να απαλλαγούμε από τον πόνο. Γιατί εκτός από τη στενοχώρια, υπάρχει μέσα μας μια αντίφαση, ένα “ναι μεν αλλά…”.
Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι εμείς, οι άνθρωποι της Δύσης, δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από τις επιθυμίες, όπως επίσης ξέρουμε ότι δεν είναι δυνατόν να αποκτούμε εσαεί και απεριόριστα όλα όσα θέλουμε. Δεν είμαστε παντοδύναμοι.
Είναι γεγονός ότι:
Δεν σταματάμε να κατασκευάζουμε επιθυμίες.
Κανένας δεν μπορεί ούτε θα μπορέσει ποτέ να έχει όλα όσα επιθυμεί.
Είναι βασανιστικό να θέλεις κάτι και να μην μπορείς να το αποκτήσεις».
«Υπάρχει άραγε τρόπος να ξεφύγουμε από αυτή την παγίδα;
Εγώ νομίζω πως ΥΠΑΡΧΕΙ.
Το κλειδί θα το βρεις στον δρόμο όπου μαθαίνεις να μπαίνεις και να βγαίνεις από την επιθυμία.
Για να το κάνεις αυτό, είναι απαραίτητο να αναπτύξεις την ικανότητα να επιθυμείς χωρίς να μένεις φυλακισμένος στην επιθυμία. Να ποθείς χωρίς να αγκιστρώνεσαι σαν τον ορειβάτη από το σχοινί που νομίζει πώς θα του σώσει τη ζωή. Εν ολίγοις, να μάθεις να απαγκιστρώνεσαι».
«Εάν μπορούσα να ανακαλύπτω κάθε φορά τη δυνατότητα να είμαι ευχαριστημένος σε οποιαδήποτε κατάσταση, αν μπορούσα να φανταστώ ότι θα χαρώ λιγάκι σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεν θα στεναχωριόμουν καθόλου περιμένοντας κάτι συγκεκριμένο…».
«Εάν δημιουργώ προσδοκίες και ψευδαισθήσεις, αν επιμένω ότι το μόνο πράγμα που μπορεί να με κάνει ευτυχισμένο αυτή τη στιγμή είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο… τότε έρχεται η στιγμή των παραπονεμένων φωνηέντων –Αααχ, τι μεγάλη απογοήτευση!, Ωωωχ, τι φοβερή απώλεια!»
Τελικά, τι είναι αυτό που μας κάνει να υποφέρουμε;
«Το ζήτημα είναι η προσκόλληση: η σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα σ’ εμένα και τις επιθυμίες μου.
Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρω να μπαίνω και να βγαίνω από τις καταστάσεις.
Ότι δεν μπορώ να δεχτώ τη δέσμευση και την αποδέσμευση από τα πράγματα.
Ότι δεν έχω μάθει πώς το να κερδίζω και να χάνω, αποτελούν μέρος της φυσιολογικής δυναμικής μιας ζωής που θεωρείται ευτυχισμένη».
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι:
«Ο θάνατος, η αλλαγή, η απώλεια και η ΖΩΗ ΟΛΟΚΛΗΡΗ, είναι θέματα στενά συνδεδεμένα από καταβολής κόσμου… Οι μικροί καθημερινοί θάνατοι, όπως και τα πιο σοβαρά επεισόδια θανάτου, συμβολίζουν εσωτερικές διεργασίες αλλαγής. Όταν βιώνεις τις αλλαγές αυτές, βρίσκεις τη δύναμη να επιτρέψεις να πάψουν τα πράγματα να υφίστανται, για να δώσουν τη θέση τους σε άλλα, καινούργια».
Δεν μεγαλώνει κανείς αν δεν αποκτήσει συνείδηση ότι κάτι δεν υπάρχει πια…
Ωριμάζω σημαίνει αφήνω πίσω κάτι που χάθηκε, έστω κι αν πρόκειται για ένα φανταστικό κενό (Χόρχε Μπουκάι).
«Εγκαταλείπω ένα προηγούμενο κενό –εσωτερικό και εξωτερικό-, που μου φαινόταν πιο ασφαλές και προστατευμένο, και που νόμιζα ότι μπορούσα να το προβλέψω. Το αφήνω για να πάω στο διαφορετικό. Περνάω από το γνωστό στο άγνωστο. Αυτό με υποχρεώνει αναπόφευκτα να μεγαλώσω» (Μπουκάι, 2010: 79).
«Πρέπει να δεχτώ ότι ο κόσμος είναι αυτός που είναι, και να συμφιλιωθώ με το γεγονός ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Πρέπει να δεχτώ πως ο δρόμος μου ίσως δεν περνάει από την απόκτηση όλων όσα ονειρεύομαι. Μπορεί να περνάει από κάπου αλλού, από εκεί που ούτε το φαντάστηκα ποτέ. Αν όμως δεν βρω το θάρρος να λύσω το σχοινί που με δένει με το όνειρο, δεν θα μπορέσω να συνεχίσω την πορεία μου προς την αυτογνωσία».
«…όμως πονάει όταν χάνει κανείς κάτι που αγαπάει. Σε βασανίζει αυτό που δεν υπάρχει πια.»- το θέμα είναι να δούμε τι θα κάνουμε για να μείνουμε μόνο με τον πόνο, και να πάψουμε να βασανιζόμαστε.
(Μπουκάι, 2010: 64-70)
https://olympia.gr