Το παρακάτω άρθρο του Κώστα Βαξεβάνη δημοσιεύτηκε στη γερμανική εφημερίδα DIE ZEIT στις 29 Νοεμβρίου:
Το να σε συλλαμβάνουν 50 άντρες της Κρατικής Ασφάλειας, του ειδικού τμήματος της ελληνικής Αστυνομίας που έχει την ευθύνη για την προστασία του Πολιτεύματος, είναι αναμφίβολα μία εμπειρία. Το να σε αγκαλιάζουν και να σε φιλάνε όμως αυτοί οι οποίοι ήρθαν για να σε συλλάβουν, δηλώνοντας πως είναι μαζί σου, είναι μια έκπληξη. Όταν ως ερευνητική ομάδα του περιοδικού HOT DOC, πήραμε την απόφαση να δώσουμε στη δημοσιότητα τα ονόματα της «Λίστας Λαγκάρντ», ξέραμε πως αρχίζει μια περιπέτεια. Η λίστα αυτή η οποία είχε παραδοθεί από τον υπάλληλο της Ελβετικής Τράπεζας HSBC, στην τότε υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας Κριστίν Λαγκάρντ, περιείχε τα ονόματα χιλιάδων καταθετών, για την πλειοψηφία των οποίων ήταν εμφανές πως τα έσοδα δεν ήταν φορολογημένα ή νόμιμα.
Με τη λίστα αυτή, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και Γερμανία, κατάφεραν να εντοπίσουν τους φοροφυγάδες και να εξασφαλίσουν έσοδα. Όχι όμως η Ελλάδα. Ο υπουργός Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, -ο οποίος προφασιζόταν ότι αναζητά εναγωνίως χρήματα για την ελληνική κρίση- πήρε τη λίστα, έκανε ένα αντίγραφο σε CD το οποίο όμως κάπου παράπεσε και δεν αξιοποιήθηκε. Συμπεριφέρθηκε περίπου σε αυτό το CD-ντοκουμέντο όπως σε όλα τα μουσικά CD στο σπίτι του. Στη συνέχεια αυτή η λίστα πέρασε σε μερικούς κρατικούς υπαλλήλους και τον επόμενο υπουργό Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος την πήρε σε μορφή usb, αλλά δεν θυμήθηκε και αυτός τι ακριβώς την έκανε. Όλα αυτά δεν είναι σενάρια κωμωδίας αλλά όσα κατέθεσαν επισήμως στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Τρεις κυβερνήσεις και δύο υπουργοί, χρησιμοποίησαν διάφορα νομικά επιχειρήματα, όπως το ότι η λίστα είχε αποκτηθεί παράνομα άρα δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, για να μην κάνουν καμία έρευνα για την φοροδιαφυγή. Η λίστα βεβαίως ήταν νόμιμη και παραχωρήθηκε επισήμως από τις γαλλικές αρχές στην Ελλάδα. Επί δύο χρόνια έμεινε στα συρτάρια ή τα παντελόνια των Υπουργών και η ύπαρξή της, χρησιμοποιήθηκε για οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς.
Όταν τη δημοσιεύσαμε, δεν κάναμε μόνο το δημοσιογραφικά σωστό, να αποκαλύπτουμε δηλαδή αυτό που οι άλλοι ήθελαν να κρύψουν, αλλά και το ηθικά σωστό. Απαλλάξαμε την πολιτική ζωή από το νοσηρό κλίμα που είχε δημιουργήσει η υπόθεση της λίστας και ζητάγαμε από την ελληνική κυβέρνηση να αλλάξει την άδικη εικόνα που παρουσιάζει η Ελλάδα: από την μία άνθρωποι να τρώνε από τα σκουπίδια και από την άλλη, όσοι δεν πληρώνουν για την κρίση να συνεχίζουν να έχουν την ασυλία από τους πολιτικούς τους προστάτες. Η αποκάλυψη της λίστας δεν ενόχλησε γιατί παρουσίαζε «προσωπικά δεδομένα» (μία ακόμη νομική εφεύρεση) αλλά γιατί εμφάνιζε την πραγματικότητα. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα και οι άνθρωποι του, εκδότες, επιχειρηματίες, φίλοι υπουργών, οι κυρίαρχοι των ελληνικών ΜΜΕ και τραπεζίτες ήταν μέσα στη λίστα.
Αυτός ήταν και ο λόγος που οι αστυνομικοί που ήρθαν να με συλλάβουν, δήλωσαν την συμπαράστασή τους. Ως κομμάτι της κοινωνίας που υποφέρει, ζουν αυτή την αντίθεση αλλά και την υποκρισία αυτών που εξουσιάζουν. Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν εμφανίζονται αντιπαθητικές και αντιλαϊκές επειδή παίρνουν μέτρα λιτότητας μόνο, αλλά γιατί χρησιμοποιούν την κρίση για να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Στο εξωτερικό έχει δημιουργηθεί η εικόνα ενός τεμπέλη Έλληνα που πίνει ούζο και χορεύει συρτάκι χωρίς να νοιάζεται για το μέλλον. Ναι, παρασιτικά φαινόμενα υπάρχουν στην Ελλάδα όπως και σε όλες τις χώρες. Μην ξεχνάμε πως η διαφθορά στην Ελλάδα είχε καθηγητές από την Γερμανία. Μια σειρά από εταιρείες τεχνολογίας και εξοπλισμών, που χρημάτισαν έλληνες υπουργούς και κρατικούς λειτουργούς για να πουλήσουν ακριβά προϊόντα. Αυτοί οι υπουργοί κυβερνούν ακόμη. Εμφανίζεται η βολική εικόνα ενός διεφθαρμένου λαού, γενικά και αόριστα, για να κρυφτεί μια συγκεκριμένη αλήθεια. Διεφθαρμένος είναι ο πυρήνας της εξουσίας.
Η Ελλάδα κυβερνιέται από μια κλειστή ελίτ εξουσίας που αποτελείται από συγκεκριμένους επιχειρηματίες που ευνοούνται και παρανομούν, από πολιτικούς που τους ευνοούν και τους νομιμοποιούν και από δημοσιογράφους που αντί να πουν την αλήθεια την αποκρύπτουν. Η σύλληψή μου και η δίκη μου μεταδόθηκε από όλα τα Μέσα Ενημέρωσης σε όλο τον κόσμο. Όχι όμως από τα ελληνικά. Δεκάδες συνάδελφοι με έπαιρναν τηλέφωνο για να μου δηλώσουν ότι έχω δίκιο, αλλά κανένας δεν το έγραψε στο Μέσο που δούλευε. Πώς να το γράψει; Οι ιδιοκτήτες είναι στην λίστα Λαγκάρντ.
Ο Τύπος στην Ελλάδα είναι φιμωμένος και πολλές φορές αυτοφιμωμένος. Πριν μερικούς μήνες, το REUTERS και το HOT DOC ταυτόχρονα, αποκάλυψαν ένα μεγάλο σκάνδαλο στην Τράπεζα Πειραιώς. Κανένα Μέσο δεν έγραψε το παραμικρό. Το γελοίο ήταν πως δημοσίευσαν την διάψευση της Τράπεζας, χωρίς να έχουν δημοσιεύσει ποτέ την είδηση. Οι σελίδες των εφημερίδων είναι γεμάτες από διαφημίσεις τραπεζών, μια διακριτική μέθοδος εξαγοράς της σιωπής. Τις τελευταίες μέρες η είδηση πως οι Τράπεζες θα μπουν υπό την εποπτεία της Τρόικας, προκάλεσε δημοσιεύματα για «αφελληνισμό των ελληνικών Τραπεζών». Οι εφημερίδες που δεν έχουν γράψει το παραμικρό για την εποπτεία συνολικά της ελληνικής οικονομίας, τη φοροδιαφυγή και την αδικία στην εφαρμογή της λιτότητας, ξύπνησαν από το λήθαργο και ανακάλυψαν την «εθνική ανεξαρτησία» όταν εθίγησαν αυτοί που τους έδιναν δάνεια χωρίς εγγυήσεις και πολλές φορές χωρίς επιστροφή. Τα Μέσα που δεν έγραψαν ποτέ τίποτα για τις offshore εταιρείες που ανήκουν στους ίδιους τους Τραπεζίτες και χρησιμοποιούνται για ψεύτικες αυξήσεις του μετοχικού τους κεφαλαίου, ξαφνικά έγιναν σαν πόρνες που ζητούν πίσω την παρθενία τους.
Αυτό ήταν το πρόβλημα με το HOT DOC. Δεν μπορούσαν να πάρουν τηλέφωνο τον εκδότη και να του πουν μην το δημοσιεύσεις αυτό, γιατί εκδότης είμαι εγώ.
Έτσι επέλεξαν την μέθοδο των διώξεων. Η ελληνική Δικαιοσύνη η οποία επί χρόνια ερευνά σκάνδαλα τα οποία καταλήγουν τελικώς στην παραγραφή, πολύ γρήγορα και πολύ βίαια, με οδήγησε σε δίκη για να με τιμωρήσει για την αλήθεια. Στη δίκη η οποία κατέληξε σε μια Διεθνή κατακραυγή από τα Διεθνή Μέσα Ενημέρωσης, αθωώθηκα. Η αθώωση προκάλεσε ικανοποίηση στην κοινή γνώμη. Όχι όμως στην Εισαγγελία. Πριν μία βδομάδα μάθαμε πως η Εισαγγελία άσκησε έφεση στην αθώωσή μου, με το επιχείρημα πως η δίκη δεν ήταν όπως έπρεπε. Προφανώς εννοεί πως η δίκη θα είναι όπως πρέπει, αν καταλήξει στην καταδίκη μου.
Κάθε μέρα στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται πάνω από τον γκρεμό, ψηφίζουν νόμους για τα συμφέροντα των δικών τους ανθρώπων. Των ανθρώπων που βρίσκονται σε δεκάδες λίστες «Λαγκάρντ». Στη συνέχεια ψηφίζουν άλλους νόμους για να αυτοαμνηστεύονται, να μην πάνε οι ίδιοι φυλακή. Παράνομα Mall των οποίων οι ιδιοκτήτες αντιμετώπιζαν δίκες νομιμοποιήθηκαν σε μία νύχτα με νόμο. Ο Βενιζέλος ο οποίος επέβαλε χαράτσι στα ακίνητα έκανε νόμο για να απαλλάξει από αυτό, τους μοναδικούς που μπορούν να το πληρώσουν, τους πλούσιους. Άλλαξε πέντε λέξεις στον Ποινικό Κώδικα και γλύτωσε από τη φυλακή 700 επώνυμους της εκλογικής του περιφέρειας. Στην Ελλάδα όπου δεν λειτουργεί ούτε περίπτερο χωρίς άδεια, τα τηλεοπτικά κανάλια λειτουργούν με άδειες που ανανεώνονται κάθε χρόνο, μαζί βέβαια με το σύστημα πολιτικών αλληλοεκβιασμών και ομηρίας μεταξύ καναλαρχών και κυβέρνησης.
Κάθε μέρα θεσμοθετούν τη διαφθορά με νόμους, εξυπηρετούν τους δικούς τους ανθρώπους, αλλά στο εξωτερικό μιλάνε για τη διαφθορά του ταβερνιάρη που δεν κόβει απόδειξη. Όταν αποκαλύπτονται καταφεύγουν στην τακτική της ισχύος. Τα ΜΜΕ που ανήκουν στους ευεργετηθέντες, αποσιωπούν τα πάντα.
Κατά τη διάρκεια της νομικής εξέλιξης της δικής μου υπόθεσης, υπήρξε ένα συμπέρασμα που μου ήταν δύσκολο να το αποδεχθώ. Οι έλληνες, άκουγαν ξένα Μέσα Ενημέρωσης, το BBC και την Ντόιτσε Βέλλε, για να ενημερωθούν τι γίνεται με έναν έλληνα δημοσιογράφο στη χώρα τους. Δυστυχώς αυτό είχε ξανασυμβεί σε μια άσχημη πολιτική περίοδο. Αυτή της ελληνικής χούντας.
http://www.koutipandoras.gr