Ο μέγας Γερμανός φιλόλογος και ελληνιστής Βιλαμόβιτς (Wilamowitz 1848-1931) έγραψε: «Είναι τόσο μεγαλειώδης η δράση του Κοραή, ώστε οφείλει να τον τιμά, όχι μόνο το έθνος αυτού, ως ανακαινιστή της γλώσσας, αλλά και κάθε άνθρωπος αισθανόμενος παλμούς φιλοπατρίας. Η δράση του ανδρός, διδάσκει ότι το πνεύμα είναι αθάνατο και η ευλογία των προγόνων και μετά πάροδο αιώνων πολλών, δίδει εις τους απογόνους την δύναμη να ανοικοδομήσουν τον ίδιο οίκο. Διότι ο Κοραής, όλος αφοσιωθείς εις την αρχαία Ελλάδα, προπαρασκεύασε την πνευματική και πολιτική αναγέννηση του έθνους του. Και ούτω τους Ρωμιούς έκαμε Έλληνες».
Για τους κατ’ όνομα θεοφοβούμενους βυζαντινούς αυτοκράτορες, αλλά και για την διαχρονική συνέργεια της εκκλησίας μαζί τους, γράφει ο θαυμάσιος Κοραής:
«Χριστιανοί έγιναν, για να φυλάξουν της εξουσίας το βλάσφημον όνομα "Αυτοκράτωρ". Ιδιοποιήθησαν λοιπόν την εξουσία (δια) να τρέφονται απ’ τους ιδρώτες του λαού, χωρίς να σέβονται πλέον ούτε κτήματα, ούτε τιμή, μήτ’ αυτήν των υπηκόων την ζωή... Τόση καταδυνάστευση, φυσικά, (θα) έπρεπε να κινεί σε γογγυσμούς και κάποτε να διεγείρει και τον καταθλιβόμενο λαό σε εξεγέρσεις. Ευρέθη (όμως) και εις τούτο θεραπεία, η καθ’ υποκρισίαν ευλάβεια εις τα θεία και ακολούθως, η προς τους υπηρέτες των θείων (ιερείς) καταφυγή. Και πολλούς των ιερωμένων, βλέπουμε να φορολογούν τον λαό, με την πρόφαση της εξάλειψης πάσας αδικίας, με τις προς τον θεόν πρεσβείες τους.
»Ανήγειραν λοιπόν, από του αναστενάζοντος λαού τους ιδρώτες, μεγαλοπρεπέστατους ναούς... και μετέβαλαν τους ταπεινούς ευκτηρίους οίκους, σε πολυτελέστατα πολυπληθή ιερά.
»Κατεστόλισαν τους ιερουργούντας τα μυστήρια, με χρυσοΰφαντα και ποικιλτά ενδύματα, πολυτελέστερα της στολής του Ααρών, μ’ όλον ότι, η θρησκεία έπαυσε να είναι πλέον κατά την τάξιν Ααρών. Τους κατεπλούτισαν με σατραπικά εισοδήματα και τους εκραταίωσαν υπέρ τους σατράπας, συγχώρησαν δε εις αυτούς, τέτοια μερίδα εξουσίας, που με τον καιρόν έμελλε τόσο ν’ αυξηθεί, ώστε να κατασταθεί φοβερά και εις αυτούς ακόμα τους βασιλείς.
»Δεν ηρκέσθησαν δε εις τούτο, αλλ’ έκτισαν και φρούρια, ονομάσαντες αυτά Μοναστήρια και τα επροίκισαν από τα κοινά των πολιτών κτήματα, δια να κατοικούν σ’ αυτά όχι στρατιώτες φύλακες της κοινής ελευθερίας, ή εργάτες αναγκαίοι εις την προκοπήν της βιομηχανίας, αλλ’ άνθρωποι αργοί, επαγγελόμενοι άρνησιν του κόσμου, οι οποίοι άλλην αμοιβή δεν έμελλε να δώσουν στον εργαζόμενο γι’ αυτούς ταλαίπωρο λαό, παρά να κολακεύουν τους τυράννους του και να συμμερίζονται την βία και τον δόλο των τυράννων κατά του λαού και να κυβερνούν και αυτοί... αναγκαστικώς και αισχροκερδώς, ως κοσμικοί τύραννοι, τον λαόν...»
Για όλα τα ανωτέρω, αλλά και για την σκανδαλώδη αγαμία του κλήρου, ακάθεκτος καταλήγει ο Κοραής:
«η τοιαύτη δε δίψα (πλουτισμού) γίνεται έτι φλογεροτέρα όταν (οι κληρικοί) επαγγέλλονται την αγαμία... Όστις έχει τέκνα και γυναίκα, μετριάζει τα πάθη... αλλ’ ο άγαμος (ιερέας) οπλισμένος με χρυσάφι και εξουσία, σπουδάζει ν’ απολαύσει κατακόρως όλες του χρυσού και της εξουσίας τις ηδονές... Τέτοια ψυχική διάθεση, έχει φυσικά σύντροφο την βία και επειδή η βία, όσον κραταιά και αν είναι, απαντά πολλάκις απροσδόκητα εμπόδια, αναγκάζεται (ο ιερέας) να προσλάβει σύμμαχον αυτής τον δόλο και την υποκρισία και τότε γίνεται αληθής λύκος, ενδεδυμένος δέρμα προβάτου και όχι ιερεύς στολισμένος δικαιοσύνη.
»Από τέτοια δε ελεεινή μεταμόρφωση, εγεννήθησαν πολλές (ψευδείς) ιεροπραξίες... επλάσθησαν πολλά λείψανα μαρτύρων και θαύματα ετολμήθησαν άγνωστα... και το χειρότερο, αμελήθη παντάπασιν η παιδεία του λαού. Εις ανθρώπους, οι οποίοι έκαμαν πορισμόν την ευσέβειαν (βιοποριστικό επάγγελμα) και την εκκλησία μετέβαλαν εις μεταπράτου εργαστήριον, δεν εσύμφερε πλέον λαός φωτισμένος».
Ο Κοραής γράφει για μια ολόκληρη στρατιά καλογέρων: «ο ενθουσιασμός της μοναχικής ζωής εξήφθη και εις την Ανατολήν και εις την Δύση εις αληθή μανία ώστε από τους αναρίθμητους μοναχούς, ως μαρτυρεί η ιστορία, ήτο δυνατόν να στρατολογηθώσιν ολόκληρα πολεμικά τάγματα, με ανεπαίσθητον ελάττωσιν του αριθμού». (*)
Ο βιογράφος του Κοραή Θερινός γράφει: «οι ιεροί αυτοί δάσκαλοι (καλόγεροι και μεγαλο-κληρικοί) έθιζαν τους χριστιανούς στην ελπίδα της θειας πρόνοιας και (προέτρεπαν) μόνο εξ αυτής να προσδοκούν την γιατρειά των συμφορών, να υπομένουν τις συμφορές αγογγύστως και να την επικαλούνται μετά δακρύων... σε όλα οι χριστιανοί να δέχονται την ειμαρμένη (μοίρα) και να υποκλίνονται προς την κρατούσα τάξη»! Με βαθιά του θλίψη διαπιστώνει ότι, ενώ οι Έλληνες έχουν προς φωτισμόν, μόνο το «άγιον φως»... οι Ευρωπαίοι: «ζουν μεταξύ αληθινών σοφών, περικυκλωμένοι από Ακαδημίες και Λύκεια, από πάσης τέχνης και επιστήμης διδακτήρια. Έχουν ανοιχτές, λαμπρές δημόσιες βιβλιοθήκες και τα πιεστήρια των τυπογραφείων τους, βουίζουν καθημερινά και ασταμάτητα».
Μεγάλη απέχθεια, έτρεφε επίσης ο Κοραής για την Βυζαντινή περίοδο, τους δε βυζαντινούς αυτοκράτορες θεωρούσε υπαίτιους του εκβαρβαρισμού των Ελλήνων, αλλά ακόμα και της παρακμής του χριστιανισμού, όπως έλεγε: «Από την αυλή των Γραικορωμαίων αυτοκρατόρων, δεν έλειπε ποτέ ο αστρολόγος, τον οποίον εσυμβουλεύετο ο αυτοκράτωρ σε όλες τις πράξεις και τις επιχειρήσεις, ακόμα και για τις σωματικές του ασθένειες! Διότι και του σώματος οι ασθένειες, πίστευαν ότι δαιμόνων είναι δημιουργήματα, για την θεραπεία των οποίων, απαιτούντο εξορκισμοί, (επ)ωδές (ψαλμοί) και φυλακτά... έπειθαν δε τους αρρώστους, ότι τους γιάτρευαν με ρητά και ψαλμούς, γραμμένα από την Παλιά ή την Νέα Διαθήκη, που έδεναν στα πόδια ή τα χέρια των ασθενών».
«Τέτοιους ψαλμούς, χρησιμοποιούσε ο γιατρός του μεγάλου Θεοδοσίου Μάρκελλος, ο δε πολύ σοφότερός του ο Τραλλιανός, ξόρκιζε την ποδάγρα με λόγια, που έραβε μέσα σε φυλακτά μαζί με ρίζα υοσκυάμου. Άλλοτε δε περιοριζόταν σε κραυγές... ο χριστιανισμός... κατάντησε αληθινός Φαρισαϊσμός. Τα παραγγέλματα της Νέας Διαθήκης, μεταμορφώθηκαν σε μαγικές ψαλμωδίες (επωδές)». (*)
Και συνεχίζει ο ασυγκράτητος Κοραής, περιγράφοντας την άθλια συμπεριφορά του χριστιανικού ιερατείου, κατά τους χρόνους του Βυζαντίου: «Μετά την έκτη και έβδομη εκατονταετία, καθώς επληθύνοντο οι εκκλησίες, τα μοναστήρια και οι εορτές, με τον ίδιο τρόπο επληθύνοντο και οι ψαλμωδίες και εμακρύνοντο οι εκκλησιαστικές ακολουθίες τόσο, ώστε... ακόμα και ο προσεκτικότερος ακροατής, να προσμένει την απόλυση της ακολουθίας, με σφοδρότερη επιθυμία απ’ όση θα έχει ο φυλακισμένος να δει την θύρα της φυλακής του ν’ ανοίγει...»
Για την μάστιγα των της υμνομανίας και των ψαλμωδών γράφει: «εις την αυτήν περίοδο του χρόνου ανεφάνησαν και οι Μελογράφοι... τα τροπάρια... τα ιδιόμελα τα εξαποστειλάρια και άλλα πολυποίκιλα και πολυώνυμα, συνταχθέντα πρώτα από μοναχούς, μόνο δια μοναχούς, εις πολλούς τόμους ονομασθέντες με διάφορα ονόματα και εμεταφέρθησαν από τα μοναστήρια εις τας πόλεις. Επειδή εις αυτές (τις πόλεις) συνέρρεαν και οι μοναχοί αφήνοντες τα μοναστήρια και από τους μοναχούς εχειροτονούντο οι Επίσκοποι, οι Πατριάρχες, οι Αρχιερείς... (όμως) οι μελογράφοι αυτοί και οι υμνωδοί, δεν επρόβλεψαν ούτε τον υπερβολικόν θαυμασμόν που επροξένησαν τα τροπάρια τους, ούτε πόσους άλλους μιμητάς τροπαριογράφους έμελλε να γεννήσει ο τοσούτος θαυμασμός». (*)
Περί της ιερατικής αρχομανίας έγραφε: «Ποιος μπορεί να αρνηθεί τα προνόμια, ενόσω ευλογούνται από ιερείς άρχοντες; Ποιος καταφρονεί τους τίτλους ενόσω βλέπει τους επισκόπους στολισμένους με βαρβαρικά τυράννων επίθετα, τόσον υπέρογκα, ώστε να γίνονται γελοία;»
Οι μεθοδεύσεις για την ανάδειξή τους οι αισχρότερες: «Οι φιλόπρωτοι κοσμικοί, από φιλόπρωτους ιερείς ευαγγελίζονται και ο φιλόπρωτος (ιερέας) αν επιθυμεί να σώσει τα πρωτεία του, τους κοσμικούς δέσποτες θα κολακεύει και στους λαούς θα διδάσκει τυφλή υποταγή στα δεσποτικά θελήματα. Ακόμα και ωτακουστές (καταδότες) των αρχόντων γίνονται, για να καταδιώκουν και να παραδίδουν τους πολίτες, εις την εκδίκηση των τυράννων. Ακόμα και να μαστροπεύουν, γιατί και τούτο έγινε, τις γυναίκες και τις θυγατέρες των πολιτών στην τυραννική ασέλγεια».
«Τέτοιος ήταν ο χριστιανισμός του μεσαίωνα και τόσα τα εξ’ αυτού κακά και στην Ανατολή και στην Δύση... Διότι στην Ανατολή οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες οι περισσότεροι κυβέρνησαν ως άθεοι... και έγιναν χριστιανοί τυφλώνοντας, ρινοτομώντας και σφάζοντας ένας τον άλλον. Στον θρόνο ανέβαιναν ληστρικά Θράκες, Ισπανοί, Ίβηρες, Αρμένιοι, Ίσαυροι και άλλοι βάρβαροι, με βαρβάρους αυλικούς, ώστε αποβαρβάρωσαν τον ταλαίπωρο ελληνικό λαό». (*)
Ο χριστιανός κληρικός λοιπόν, στην θεο-σκότεινη αυτή περίοδο του Ρωμαιο-χριστιανο-βαρβαρισμού, δεν ήταν παρά ένας ακόμα φαύλος αυλικός, ανάμεσα στους τυχοδιώκτες, μάγους, μάντεις και ονειρολόγους της αυτοκρατορικής αυλής!
Ναι, στο Βυζάντιο, ο Κοραής έβλεπε τον χειρότερο εκπερσισμό των Ελλήνων: «Εκτός από τον υπουργούντα τους ναούς κλήρο, (δηλαδή τους μικρο-κληρικούς) η αυλή είχε δικό της κλήρο, πολυπληθή και ταυτόχρονα, ονειροκρίτες, αστρολόγους, παρατηρητές ευτυχών και δύστυχων ημερών, για να διευθύνουν των αυτοκρατόρων τις πράξεις και άλλους μωρούς γελωτοποιούς... όπως κάποτε είχαν και έχουν ακόμα των Τούρκων και των Περσών οι δεσπότες». (*)
«Ο (χριστιανικός) κλήρος, αφού εμιμήθη της αυλής τους φίλαρχους τίτλους, επόμενο ήταν να μιμηθεί και την ασωτία και την φιλοχρηματία των (υπόλοιπων) αυλικών. Και όλες αυτές της αυλής και της εκκλησίας τις επιθυμίες, συντηρούσαν και έτρεφαν από του εργαζόμενου λαού τον ιδρώτα».
Δικαίως λοιπόν ο Κοραής γίνεται καυστικότερος και συνειδητά αποκαλυπτικότερος: «Μαζί μ’ αυτούς, ο ταλαίπωρος λαός, βασανιζόταν και από άλλες βδέλλες, πλήθος άπειρο αναχωρητών, ερημιτών και παντός σχήματος μοναχών, οι οποίοι αφήνοντας τις ερήμους και τα μοναστήρια, εχύνοντο στις πόλεις ως ακρίδες και ανεμειγνύοντο σε όλες τις υποθέσεις των πολιτών, συνεφατρίαζαν με τους κληρικούς και πλήθος προξενούσαν ταραχές». (*)
«εκδίωξαν τα λείψανα της παλαιάς παιδείας και ως νέφος σκοτεινών κατεσκίασε τους λαούς η απαιδευσία, ώστε και εις τον αυτοκρατορικό θρόνο να φτάσουν άνθρωποι κυρίως αναλφάβητοι». (*)
Στις υποσημειώσεις του ο ίδιος ο Κοραής γράφει: «ο Ιουστίνος (ετ. 518) ήταν τόσον αναλφάβητος ώστε υπέγραφε το όνομα του χειραγωγούμενος από άλλου χείρα, ως μαρτυρεί ο Ιστορικός Προκόπιος». (**)
Παρ’ όλα αυτά, οι κριτικές θέσεις του Κοραή, πριν και μετά την έκρηξη της επανάστασης του 21, ούτε λίγες, ούτε χαριστικές ήταν, απεναντίας ήταν πολλές, σαφείς και αιχμηρές: «τι το καλόν είδε το Γένος από τους καλογήρους; (αναρωτιέται ο Κοραής) δεν εστάθησαν πάντοτε φιλοτάραχοι, πάντοτε φιλόδοξοι, πάντοτε ύπουλοι; Δεν είναι ούτοι το αίτιον της σημερινής αξιοδακρύτου αιχμαλωσίας του Γένους;»
Το 1790 (σαράντα δυο ετών) έγραφε ο Κοραής κάτι εκπληκτικά επιγραμματικό: «Δεν είναι αυτοί, οι οποίοι όταν η βασιλεία των Ρωμαίων ψυχομαχούσε, όχι μόνο κατεγίνοντο εις μωράς συζητήσεις, αλλά έκαμαν και τους ηλίθιους ημών αυτοκράτορας, θεολόγους αντί στρατηγών;».
Έπ’ αυτού, συνεχίζει ο Κοραής, που πρέπει να γνώριζε πολλά: «άλλο κακόν όχι ολιγότερον ικανό να τρέφει την τότε αγριότητα του λαού, ο Ιουστινιανός, ως και οι προ αυτού Αναστάσιος και Ζήνων και πολλοί άλλοι μετ’ αυτόν αυτοκράτορες, έγιναν και θεολόγοι και διώκται αιμοβόροι των αιρετικών και ιδιαιτέρως των Ελλήνων οι οποίοι και εις Ανατολήν και εις την δύσιν εδιώχθησαν, εδημεύθησαν, εβασανίσθησαν, κατεσφάγησαν, όχι άπαξ ή κατ’ άνδρα, αλλά πολλαί πολλάκις μυριάδες ανδρών, γυναικών, παιδιών. Και τούτο ωνομάζετο ζήλος θεού, τον οποίον έδειχναν μεταφερόμενοι από τον ιππόδρομον εις τους ναούς και Πράσινοι και Βένετοι, με τους βασιλείς και τους ιερείς των, λιτανεύοντες, δοξολογούντες με παντοδαπούς ύμνους και υψούντες εις τον θεό της ειρήνης και της ευσπλαχνίας χείρας βαπτισμένας εις εμφύλια αίματα. Περί τούτων και τοιούτων, όποιος δυσπιστεί, ας αναγνώσει και την πολιτικήν και την εκκλησιαστικήν ιστορίαν του μεσαίωνος». (*)
Κατηγορηματικός και ασυμβίβαστος γράφει για: «του Ιουστινιανού τας μοναστηριακάς και εκκλησιαστικάς ασώτους δαπάνας. Τούτου κτίσμα είναι και ο περιβόητος ναός της Αγίας Σοφίας. Το μεγαλούργημα τούτο εδόξασε βεβαίως τον Ιουστινιανόν. Εάν όμως τις το ανακρίνει κατά τους κανόνας και της φιλοσοφίας και της θρησκείας... αν συλλογισθείς ότι εις την κτίσιν του ναού συνέργησαν τα κομμένα σιτηρέσια των δασκάλων και πολλοί νέοι φόροι από φτωχούς και δεισιδαίμονος λαού ιδρώτας... θέλεις συμπεράνει ότι το μεγαλούργημα του Ιουστινιανού έμελλε ν’ αυξήσει επί πλέον την δεισιδαιμονίαν του λαού, την τρυφήν, την δεσποτείαν και την υψηλοφροσύνην των ιερέων».
«Του μεγαλόπρεπους αυτού ναού μεγαλοπρεπή έπρεπε να είναι και τα σκεύη και των ιερέων τα φορέματα. Πολλοί του ναού οι υπηρέται στολισμένοι με πολλούς αρχοντικούς τίτλους, πολλαί αι δοξολογίαι και πολλοί οι ύμνοι οι οποίοι έμελλαν μετά σχεδόν διακόσια έτη να καταχωρισθώσι και εις βιβλία ολόκληρα και να στρέψωσι την πρόνοια της ηθικής του λαού διαγωγής εις απεράντους προσευχάς και ψαλμωδίας... Είδαμε (όμως) ότι αι μακραί ακολουθίαι εσυνοδεύοντο με τας πολλάς και μακράς αδικίας, καθώς αι μακραί των Φαρισαίων προσευχαί». (*)
Για την μάστιγα της θαυματομανίας έγραφε ότι και κάθε λογικός άνθρωπος: «είναι ανοησία η προσμονή θαυμάτων από εκείνον (τον θεό) που μας χάρισε μέγα θαύμα, ΤΟ ΛΟΓΙΚΟΝ, δια να βοηθούμεθα εις όλας ημών τας χρείας (ανάγκες) δια της τελειοποιήσεώς του».
Για τους υπεράριθμους ναούς και τον καταστολισμό τους, έγραφε φανερά εκνευρισμένος: «όσοι ναοί κτίζονται, πλιότεροι της χρείας, φανερώνουν μωρία των κτιζόντων. Εάν δε και τους στολίζουν υπέρ το μέτρον, ουδέ την αληθινήν ιδέαν της θρησκείας, συνέλαβον ποτέ, οι ευλαβείς τούτοι στολισταί».
Για την εξουσιομανία και την τιτλομανία του κλήρου, επισημαίνει: «πως θέλετε να μην τιτλομανεί ο πολίτης, όταν βλέπει το συνάθροισμα των ηθικών διδασκάλων του, αυτό το ιερατικόν πολίτευμα, κατεχόμενον από των τίτλων την μανίαν;».
Κάποια στιγμή, καταθέτει τον βαρύ προβληματισμό και την πηγαία απέχθειά του, για την αισχρή αφαίμαξη των Ελλήνων από τα λαμπροφορεμένα αρπακτικά της ιεραρχίας: «ποίος ελησμόνησε πολλών εκκλησιαστικών μας προεστώτων την πλεονεξίαν, οι οποίοι λαμπροφορεμένοι και δορυφορούμενοι ως σατράπαι του τυράννου, περιήρχοντο τας επαρχίας δια να αρπάσωσιν από του πτωχού το στόμα, ότι δεν ετόλμησεν ν’ αρπάσει ουδέ αυτή των Τούρκων η αχορτασία».
Ο διορατικός Κοραής, ελληνικά σκεπτόμενος, έλαβε την αναμενόμενη θέση και στο σημερινό καυτό πρόβλημα της αναγραφής ή όχι του θρησκεύματος και αντιστάθηκε από τότε στον θεσμό μιας κρατικοδίαιτης θρησκείας: «θερμός υπέρμαχος της ανεξιθρησκείας, άτοπον έκρινε την αναγραφήν στο πολίτευμα (σύνταγμα) της Ελλάδος, -επικρατούσα θρησκεία είναι η Ανατολική- διότι (αυτό) προσκρούει στο δόγμα της ισονομίας και δίδει υποψία υπεροχής, σε ένα μόνο μέρος των πολιτών».
Μια από τις σπάνιες, λαμπρές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας, ήταν όταν ο Κοραής τιμήθηκε εν ζωή από την Γ΄ εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ως άξιον τέκνο της Ελλάδος, με το εξής συγκινητικό ψήφισμα:
«Η Ελλάς σε συγχαίρει, άριστε συμπολίτα, χαίροντα δια την ανάστασιν αυτής. Ευγνωμονεί ευεργετηθείσα ευεργεσίαν ανεκτίμητον, ένεκα των αρίστων συγγραμμάτων σου. Ο προ την παιδείαν έρως των Ελλήνων, επήγασε από τα φώτα, όσα προ τινών χρόνων ενέσπειραν εις τας καρδίας των, τα προλεγόμενά σου, από τα βιβλία, όσα επρομήθευσεν εις την πατρίδα ο πατριωτισμός σου, από τα σχολεία, όσα ήγειραν αι σοφαί συμβουλαί σου. Τοιούτων αγαθοποιών αιτιών αποτελέσματα, είναι τα εκ της ελευθερίας αγαθά, όσα οι συμπολίται σου απολαμβάνουν την σήμερον. Τοιαύτα ανεκτίμητα αγαθά, είναι άξια της ευγνωμοσύνης των γενεών και των αιώνων.
Το ελληνικόν έθνος συνηγμένον εις Γ΄ Εθνικήν συνέλευσιν, δια τα μεγάλα του συμφέροντα, σου προσφέρει το σέβας και την εκ μέσης καρδίας αγάπην του. Άλγει αισθανόμενον ότι δεν εμπορεί να κατασπασθή, την ιεράν σου κορυφήν, καταφιλεί όμως τα χρυσά σου λόγια, τα σοφά σου παραγγέλματα, συνομιλεί με τα βιβλία σου, φωτίζει το πνεύμα και την καρδίαν του, ευχόμενον να μην παύσης του να κοινοποιείς τα αγαθά σου φρονήματα εις τους συμπολίτες σου, συμβουλεύων τα κοινά συμφέροντα.
Είθε να ζής υγιαίνων, σεβασμιότατε Γέρων, της ελευθερίας υπέρμαχε».
«Εν Τροιζήνι τη 9 Απριλίου 1827».
(*): Κοραής. Προλεγόμενα προς Τιμόθεον και Τίτον. Παρίσι 10/10/1831
(**): (Σουϊδα τομ. 2 σελ. 128).
Πηγή: www.greatlie.com
Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)