Μια ημέρα, ένα μικρό άνοιγμα εμφανίστηκε σε ένα κουκούλι,
ένας άντρας κάθισε και παρακολουθούσε την πεταλούδα για ώρες καθώς πάλευε για
να περάσει το σώμα της μέσα από την μικρή οπή.
Τότε φάνηκε σαν να είχε σταματήσει κάθε προσπάθεια. Έμοιαζε
σαν να είχε προχωρήσει όσο μπορούσε και να μην μπορούσε να πάει παραπέρα.
Τότε ο άντρας αποφάσισε να βοηθήσει την πεταλούδα, πήρε ένα
ψαλίδι και άνοιξε το κουκούλι.
Η πεταλούδα τότε ξεπρόβαλε εύκολα. Αλλά είχε ένα μαραμένο
σώμα και ζαρωμένα φτερά.
Ο άντρας συνέχισε να παρακολουθεί γιατί περίμενε, από στιγμή
σε στιγμή, ότι τα φτερά θα άνοιγαν, θα μεγάλωναν και θα εκτείνονταν, ότι θα
ήταν ικανά να στηρίξουν το σώμα της πεταλούδας και ότι θα γίνονταν γερά.
Η πεταλούδα πέρασε την υπόλοιπη ζωή της περιφερόμενη αργά
και δύσκολα με το σώμα της μαραμένο και τα φτερά της ζαρωμένα. Ποτέ δεν μπόρεσε
να πετάξει.
Αυτό που ο άντρας, με την ευγένεια και την καλή του θέληση
δεν μπόρεσε να κατανοήσει ήταν ότι ο περιορισμός του κουκουλιού και ο αγώνας
που απαιτήθηκε από την πεταλούδα ήταν ο μόνος τρόπος για να αναγκάσει τα υγρά
να κινηθούν από το σώμα της πεταλούδας προς τα φτερά της, έτσι ώστε να είναι
έτοιμη να πετάξει μόλις κατάφερνε να απελευθερωθεί από το κουκούλι.
Μερικές φορές ο αγώνας είναι ακριβώς αυτό που έχει ανάγκη η ζωή
μας. Αν η ζωή επιτρέψει να περάσουμε χωρίς δυσκολίες, αυτό θα έχει παραλυτική
επίδραση πάνω μας. Δεν θα γινόμασταν τόσο δυνατοί όσο θα μπορούσαμε να γίνουμε.
Ποτέ δεν θα γινόμασταν ικανοί να «πετάξουμε».
Ζήτησα δύναμη…
Και η ζωή μου έδωσε δυσκολίες για να με κάνει δυνατό.
Ζήτησα σοφία…
Και η ζωή μου έδωσε προβλήματα για να λύσω.
Ζήτησα ευημερία…
Και η ζωή μου έδωσε μυαλό και υγεία για να δουλέψω.
Ζήτησα κουράγιο…
Και η ζωή μου έδωσε εμπόδια για να τα ξεπεράσω.
Ζήτησα αγάπη…
Και η ζωή μου έδωσε πονεμένους ανθρώπους για να τους
βοηθήσω.
Ζήτησα χάρες…
Και η ζωή μου έδωσε ευκαιρίες.
Δεν έλαβα τίποτε από ότι ζήτησα…
Όμως έλαβα όλα όσα χρειαζόμουν.