Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Οι Έλληνες απανταχού της γης...


Κοιτάξτε αυτήν τη φωτογραφία. Είναι ίσως η διασημότερη φωτογραφία του Β Παγκοσμίου Πολέμου, τραβηγμένη από το σπουδαίο Γιουτζίν Σμιθ. Δείχνει, καλύτερα από κάθε άλλη, τη γενναιότητα και το θάρρος του ανώνυμου Αμερικανού φαντάρου, που πολέμησε για την ελευθερία. Με το τσιγάρο να κρέμεται μάγκικα στα χείλη και με βλέμμα που τσακίζει κόκαλα, αυτός ο στρατιώτης έγινε το σύμβολο της μεγαλύτερης γενιάς των Αμερικανών. Αυτός ο στρατιώτης, όμως, λέγεται Ευάγγελος Κλωνής. Και είναι Έλληνας.
Ο Ατλαντικός ήταν γκρίζος και η συννεφιά βαριά. Υπήρχε παντού η μυρωδιά της θάλασσας, και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των κυμάτων. Είχε φουσκοθαλασσιά, και τα αποβατικά, τα επονομαζόμενα «σκάφη Χίγκινς», από τον ιδιοφυή μπεκρή που τα είχε σχεδιάσει, λικνίζονταν σαν καρυδότσουφλα, καθώς πλησίαζαν στην ακτή.
Πολλοί έκαναν εμετό. Μερικοί επειδή ζαλίζονταν από τη θάλασσα. Ο Βαγγέλης είχε στο πλάι του τον Ιρλανδό, όπως πάντα. Ήταν κολλητοί φίλοι εδώ και μήνες, από το Σαουθάμπτον, όπου περίμεναν πότε θα έρθει η ώρα για την απόβαση. Στέκονταν στοιβαγμένοι μέσα στο Χίγκινς με καμιά τριανταριά άλλους. Όλοι τους νέοι, ντυμένοι στα χακί, με το κράνος στο κεφάλι και ένα μεγάλο κόκκινο «1» στον ώμο, το σήμα της 1ης Μεραρχίας Πεζικού, της θρυλικής Big Red One.Ήταν 6 Ιουνίου του 1944. Η D-Day. Και ήταν 6:30 το πρωί. Αυτό ήταν το πρώτο κύμα της απόβασης της Νορμανδίας.
Ο Βαγγέλης στεκόταν σιωπηλός δίπλα στον Ιρλανδό και σκεφτόταν την Κεφαλονιά.Και, μετά, ο πυθμένας του Χίγκινς έγδαρε την άμμο της Όμαχα Μπιτς, η πόρτα άνοιξε και οι φαντάροι της Big Red One ξεχύθηκαν στο σφαγείο...
Οι Κεφαλλονίτες είναι ιδιόμορφη κατηγορία Ελλήνων. Τους αποκαλούν μουρλούς -και οι περισσότεροι το παραδέχονται κιόλας-, αλλά το σίγουρο είναι ότι στην Ιστορία τους έχουν να παρουσιάσουν τα πιο ασυνήθιστα επιτεύγματα από όλους τους Έλληνες. Ένας από αυτούς, για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Γεράκης, έγινε αντιβασιλιάς στο Σιάμ. Ένας άλλος, ο Ιωάννης Φωκάς, έκανε το 1592 τον περίπλου του Καναδά και πέρασε στον Ειρηνικό, όπου το στενό ανάμεσα στο Βανκούβερ και την ηπειρωτική χώρα έχει ακόμη το όνομά του. Ένας άλλος, ο μηχανικός Μαρίνος Χαρμπούρης, κατάφερε, εν έτει 1770, να μεταφέρει ένα βράχο βάρους 2.000 τόνων από ένα έλος της Φινλανδίας στην Αγία Πετρούπολη. Από ό,τι φαίνεται, αυτή η εκλεκτή παρέα ηρώων πρόκειται να υποδεχτεί ένα νέο μέλος.
Ο Ευάγγελος Κλωνής γεννήθηκε στον 'Aγιο Γεώργιο της κοινότητας Πάστρας στις 28 Οκτωβρίου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας, η οποία συνολικά θα αποκτούσε οκτώ. Ο Βαγγέλης άρχισε να καπνίζει όταν ήταν τεσσάρων, να δουλεύει όταν ήταν πέντε και παράτησε το σχολείο στην τρίτη δημοτικού. Στα 14 του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου εργαζόταν ο μεγαλύτερος αδερφός του. Εκεί δούλεψε ως εισπράκτορας στο λεωφορείο ενός άλλου Κεφαλλονίτη, του Γεράσιμου Αρσένη. Φορούσε την άσπρη του στολή και έκοβε τα εισιτήρια. Ό,τι έβγαζε το έστελνε στη μητέρα του, αλλά τα λεφτά ήταν λίγα.Μια μέρα, όταν ήταν 16 χρόνων, το λεωφορείο είχε σταματήσει στον Πειραιά και ο Βαγγέλης είδε κάτι ναύτες να βγαίνουν από ένα καράβι, να πηγαίνουν σε ένα κοντινό κρεοπωλείο, να φορτώνουν κομμάτια κρέας στον ώμο και να τα μεταφέρουν στο καράβι. Οι ναύτες φορούσαν άσπρες στολές. Ο Βαγγέλης πήγε αμέσως στον Αρσένη, του έδωσε τις εισπράξεις της ημέρας και του είπε: «Εγώ φεύγω. Πες στη μάνα μου ότι θα της στείλω λεφτά από την Αμερική». Πήγε στο κρεοπωλείο, φορτώθηκε ένα κομμάτι κρέας, μπήκε σκυφτός στο καράβι και κρύφτηκε στα αμπάρια.
Έμεινε κρυμμένος τρεις μέρες, μέχρι που η δίψα, η πείνα και οι αρουραίοι τον ανάγκασαν να παραδοθεί. Είχαν ήδη περάσει το Γιβραλτάρ και ο καπετάνιος δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον βάλει στη δουλειά μέχρι να έπιαναν λιμάνι. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού συμπάθησε το νεαρό και τον έβαζε τα βράδια να τους λέει τραγούδια από το νησί. Βλέπετε, ήταν κι εκείνος Κεφαλλονίτης.
Όταν έφτασαν στο Λος Άντζελες, ο καπετάνιος προσφέρθηκε να εξασφαλίσει τα απαραίτητα χαρτιά στον Βαγγέλη, για να τον κάνει ναυτικό, αλλά αυτός δεν ήθελε. Έτσι τον αποχαιρέτησε δίνοντάς του ένα τελευταίο δώρο, που θα τον διευκόλυνε να περάσει από τον τελωνειακό έλεγχο.
Ο Βαγγέλης δεν ήξερε λέξη αγγλικά και δεν είχε κανένα χαρτί πάνω του, οπότε, όταν ήρθε η σειρά του, προσποιήθηκε τον κωφάλαλο και δεν απαντούσε σε καμία ερώτηση. Οι υπάλληλοι τον άφησαν να περάσει επειδή ήταν όμορφος και σοβαρός, και επειδή φορούσε ένα εντυπωσιακό, επίσημο κοστούμι.
Στο Λος Άντζελες έπιασε δουλειά στο ανθοπωλείο ενός άλλου συμπατριώτη του, του Σπύρου Στεφανάτου (ο οποίος σήμερα ζει στην Κεφαλονιά - είναι 94 ετών). Η πόλη όμως δεν του άρεσε, είχε πολύ κόσμο και δεν ήταν συνηθισμένος. Μετακόμισε στο Ντένβερ του Κολοράντο, όπου δούλεψε πιατάς σε ένα εστιατόριο, και κάποια στιγμή αγόρασε μια δική του καντίνα με χοτ ντογκ και τα πούλαγε στο δρόμο. Εκτός από την ωριμότητα που είχε αποκτήσει δουλεύοντας τόσα χρόνια (πράγμα που τον έκανε να φαίνεται πολύ μεγαλύτερος από ό,τι ήταν) είχε και τα γονίδια με το μέρος του. Καθώς άφηνε πίσω τον εφηβικό εαυτό του, μεταμορφωνόταν σε έναν πολύ εντυπωσιακό άντρα. Δεν ήταν πολύ ψηλός, ούτε ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, αλλά είχε πολύ καθαρό, αρρενωπό πρόσωπο και έντονο βλέμμα που έκανε αμέσως εντύπωση στις κοπέλες. Μια Ελληνοπούλα τον ερωτεύτηκε και θέλησε να τον παντρευτεί. Αυτός όμως αρνήθηκε - ισχυρίστηκε ότι όταν μικρός ακόμη και έπρεπε να βοηθά την οικογένειά του στην Ελλάδα. Αυτή τον απείλησε ότι θα τον κατέδιδε στις Αρχές, καθώς εξακολουθούσε να ζει και να δουλεύει παράνομα στη χώρα. Ο Βαγγέλης έφυγε από το Ντένβερ και πήγε στο Σικάγο, όπου δούλεψε σε εστιατόρια και μπαρ («μπάρες», όπως τα αποκαλεί ο γιος του Νίκος), αλλά δεν του άρεσε καθόλου το κρύο, έτσι έφυγε πάλι και πήγε στο Χιούστον. Εκεί τον ενοχλούσε η υγρασία, οπότε επέστρεψε στο Ντένβερ, όπου το κλίμα του άρεσε περισσότερο, ελπίζοντας ότι στο μεταξύ η κοπέλα θα είχε βρει κάποιον άλλο και θα τον άφηνε ήσυχο. Έτσι έγινε, αλλά δεν έμελλε να μείνει ούτε εκεί για πολύ. Ένας φίλος του Κεφαλλονίτης του πρότεινε να πάνε στη Σάντα Φε του Νιου Μέξικο για να βρουν κάποιους φίλους (Κεφαλλονίτες φυσικά) και τον ακολούθησε.
Η Σάντα Φε τότε είχε 8.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 800 ήταν Έλληνες. Η κοινότητα ήταν πολύ ζωντανή και όλα τα εστιατόρια, τα μπαρ και τα κοσμηματοπωλεία ήταν ελληνικά. Ο Βαγγέλης λάτρεψε το μέρος - τα πάντα εκεί, ακόμα και το κλίμα, του θύμιζαν Ελλάδα.
Ένας Ζακυνθινός, ο Παναγιώτης Πομόνης, τον πήρε σε ένα μπαρ - εστιατόριο που είχε. Αυτός και η γυναίκα του Ελένη τον δέχτηκαν σαν παιδί τους και ο Βαγγέλης τους το ανταπέδωσε κοπιάζοντας σκληρά. Οι δουλειές πήγαιναν πολύ καλά και ο Βαγγέλης γρήγορα έγινε συνεταίρος στο μαγαζί. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα: εξακολουθούσε να είναι παράνομος.
Όταν άρχισε ο πόλεμος, βγήκε ένα νέο διάταγμα που καλούσε τους παράνομους μετανάστες να καταταγούν, με αντάλλαγμα την αμερικανική υπηκοότητα. Ο Βαγγέλης Κλωνής αποφάσισε να πάει στον πόλεμο.
«Ο πατέρας μου ποτέ δεν μίλαγε για τον πόλεμο» λέει ο Νίκος Κλωνής, ο δεύτερος από τους τρεις γιους του Βαγγέλη. «Δεν του άρεσε να λέει ιστορίες γι' αυτά τα πράγματα. Μερικές φορές, όταν τον ρωτούσαμε επίμονα, μας μάλωνε». Η θητεία του Βαγγέλλη Κλωνή είναι ένα μεγάλο μυστήριο όχι τόσο για τα (πολλά) πράγματα που δεν ξέρουν ούτε οι πιο κοντινοί του άνθρωποι, αλλά για τις λεπτομέρειες που είναι γνωστές και επιβεβαιωμένες και συνθέτουν μια ημιτελή, όμως απίστευτη ιστορία.
Αυτά που ξέρουμε, από τις ιστορίες που είπε στα παιδιά του, από τα αντικείμενα που άφησε πίσω του και από διάφορα στοιχεία επίσημων αρχείων που έχουν ανακαλύψει οι δικοί του, πληροφορίες ανεπιβεβαίωτες αλλά πιθανότατα αληθινές, είναι τα εξής:
Ο Βαγγέλης Κλωνής, μετά την κατάταξή του, ταξίδεψε στο Fort Bliss στο Τέξας, όπου εκπαιδεύτηκε στο στρατό ξηράς. Χάρη στις εντυπωσιακές του επιδόσεις (ήταν άριστος σκοπευτής) τον έστειλαν στη Βιρτζίνια, στη βάση των πεζοναυτών. Εκεί τον κορόιδευαν επειδή δεν ήξερε καλά αγγλικά και δεν ήταν μεγαλόσωμος, στο γνωστό πνεύμα της εκπαίδευσης και της σκληραγώγησης, αλλά ο Κλωνής ήταν πλέον 25 χρόνων και από αυτά είχε δουλέψει τα 20, οπότε δεν ήταν ιδιαίτερα δεκτικός σε τέτοιου είδους εκπαίδευση ούτε χρειαζόταν άλλη σκληραγώγηση. Πλακώθηκε με κάμποσους σκληροτράχηλους marines και τελικά μετατέθηκε πίσω στο στρατό ξηράς. Φεύγοντας έκλεψε τα λουριά που χρησιμοποιούσαν οι πεζοναύτες για να δένουν το καμουφλάζ στα κράνη τους. Του άρεσαν πιο πολύ από το δίχτυ που έβαζαν στο στρατό ξηράς, κι αυτό ήταν το μόνο πράγμα που κράτησε από τους πεζοναύτες.
Στη συνέχεια πήγε στη Γιούμα της Αριζόνα, όπου εκπαιδεύτηκε στην έρημο, και μετά επέστρεψε στη βάση της Βιρτζίνια με το στρατό. Η εκπαίδευσή του είχε πια τελειώσει και περίμενε να ακούσει πού θα τον έστελναν, πιθανότατα στον Ειρηνικό, όταν ένας βαθμοφόρος ήρθε τον βρήκε και του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
«Σου έχω άσχημα νέα» του είπε. «Οι Γερμανοί σκότωσαν την οικογένειά σου στην Ελλάδα. Δεν έζησε κανείς. Μπορείς, αν θέλεις, να πάρεις μια άδεια και να επιστρέψεις στο σπίτι σου στη Σάντα Φε».
Ο Βαγγέλης δεν ήθελε να πάει στη Σάντα Φε, μπορούσε να κλάψει κι εκεί που ήταν. Ζήτησε μόνο ένα πράγμα:«Στείλτε με στην Ευρώπη. Θέλω να πάω στους Γερμανούς».
Ο πρώτος σταθμός του Κλωνή στον πόλεμο ήταν στη Βόρεια Αφρική. Πολέμησε στην Τυνησία, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είχε ήδη ενσωματωθεί στην 1η Μεραρχία Πεζικού, η οποία «καθάρισε» αυτό το μέτωπο στις 9 Μαΐου του ?43, με την παράδοση 40.000 Γερμανών των «Afrika Korps». Στη συνέχεια, η Big Red One προχώρησε στη Σικελία, την οποία απελευθέρωσε, και μετά επέστρεψε στην Αγγλία, για να προετοιμαστεί για μια άλλη μεγάλη αποστολή: την απόβαση στη Νορμανδία.
Στο Σαουθάμπτον ο Κλωνής περνούσε την ώρα του κάνοντας βόλτες με τον Ιρλανδό φίλο του (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο) και παίζοντας μπαρμπούτι. Πέρασε μερικούς σχετικά ξέγνοιαστους μήνες με διαλείμματα έντασης όταν οι Γερμανοί αποφάσιζαν να βομβαρδίσουν. Σε έναν από τους βομβαρδισμούς, ο Βαγγέλης πήρε στα χέρια του ένα 12χρονο τραυματισμένο κορίτσι και το πήγε στον Ερυθρό Σταυρό. Το κορίτσι πέθανε λίγα λεπτά αργότερα και ο Βαγγέλης πήρε το θέμα προσωπικά: καβάλησε ένα αντιαεροπορικό και άρχισε να ρίχνει γερμανικά αεροπλάνα μόνος του.
Καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του '44, οι συμμαχικές δυνάμεις προετοιμάζονταν για τη μεγάλη και κρίσιμη Επιχείρηση Overlord, που θα περιελάμβανε τη μαζική απόβαση στις ακτές της Γαλλίας. Θα ήταν μια δύσκολη αποστολή, γιατί οι Γερμανοί την περίμεναν. Από την έκβασή της θα κρινόταν η πορεία του πολέμου.Στις 4 Ιουνίου του ?44, δύο μέρες πριν από την D-Day, ο στρατηγός Αϊζενχάουερ, που είχε αναλάβει τη διοίκηση της συμμαχικής στρατιάς, επισκέφθηκε τους στρατιώτες στο Σαουθάμπτον και κουβέντιασε μαζί τους. Ο Βαγγέλης έσπευσε να δώσει τα διαπιστευτήριά του σε μια συνομιλία που μου μετέφερε ο γιος του:«Εγώ δεν είμαι Αμερικανός» είπε. «Έρχομαι από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί σκότωσαν όλη μου την οικογένεια. Θα πάω στη μάχη και δεν με νοιάζει αν πεθάνω».
«Είσαι Αμερικανός γιατί φοράς τη στολή μας» του απάντησε ο Άϊκ. «Θα πολεμήσεις για την καινούρια σου πατρίδα, αλλά μετά θα γυρίσεις, για να γευτείς τους καρπούς της νίκης». Και ο Βαγγέλης Κλωνής έκανε ακριβώς αυτό. Μετά την απόβαση, τα αμερικανικά στρατεύματα διέσχισαν τη Γαλλία. Ο Βαγγέλης πολέμησε στη Μάχη των Αρδεννών, στο παγωμένο Βέλγιο, μια πολύ σημαντική σύγκρουση, όπου οι Σύμμαχοι κινδύνευσαν να χάσουν τον πόλεμο. Μέχρι εκείνο το σημείο πιθανότατα εξακολουθούσε να υπηρετεί με την Big Red One, αλλά στα πράγματά του οι δικοί του βρήκαν και ένα άλλο σήμα, των Tigers, που επισήμως ήταν γνωστοί ως 10η Μεραρχία Τεθωρακισμένων και επίσης συμμετείχαν στη μάχη. Στα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν ακόμα τρεις διαφορετικές στολές, και τα στοιχεία συμφωνούν ότι υπηρέτησε επίσης στην 82η και την 101η Μεραρχία Αεροπορίας (Σημείωση: 82nd & 101st Airborne Divisions - Αερομεταφερόμενες Μεραρχίες) και στην 654η Μεραρχία Πυροβολικού. Δεν υπάρχει ακόμα εξήγηση για το πώς ένας στρατιώτης θα μπορούσε να πολεμήσει με τόσες διαφορετικές μεραρχίες. Η θητεία του δεν ήταν καθόλου τυπική ή φυσιολογική.Ο Κλωνής πολέμησε στην Αυστρία, την Πολωνία, τη Γερμανία, μπήκε στο Βερολίνο και το Παρίσι, ενώ υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι πήγε και στον Ειρηνικό. Για τίποτα από όλα αυτά δεν μιλούσε, όμως, δεμένος με όρκους και διαταγές. Υπάρχουν πολλά στοιχεία που συνηγορούν ότι δεν ήταν ένας απλός φαντάρος. Πήρε ασυνήθιστα πολλά μετάλλια (η οικογένειά του αυτό τον καιρό προσπαθεί να εντοπίσει ακριβώς πόσα και ποια), μάλιστα δέχτηκε θερμότατη ευχαριστήρια επιστολή από τον πρόεδρο Τρούμαν με ιδιόχειρη υπογραφή. Ο Νίκος Κλωνής έχει ρωτήσει δεκάδες βετεράνους, αλλά ακόμα δεν έχει βρει κανέναν που έλαβε τέτοια επιστολή μετά τον πόλεμο.
Κάτι άλλο που ξέρουμε είναι ότι το 1945 βρέθηκε έξω από το Βερολίνο και, υψηλόβαθμος πλέον, πήρε μια απόφαση που έμελλε να τον οδηγήσει στο στρατοδικείο.
Σύμφωνα με την ιστορία που εξομολογήθηκε στους γιους του, η ομάδα του, που συνοδευόταν από τεθωρακισμένα, είχε αποκλειστεί από έναν ορμητικό χείμαρρο που είχε 6-7 μέτρα βάθος, και δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ήξεραν ότι μια μεγάλη δύναμη Γερμανών πλησίαζε - υπολόγιζαν ότι είχαν δύο ώρες να απομακρυνθούν πριν τους φτάσουν, αλλά ήταν αδύνατον να περάσουν το χείμαρρο. Σε εκείνο το σημείο είχε γίνει μια μάχη και υπήρχαν πολλοί νεκροί τριγύρω. «Ήταν απάνθρωπο» ομολόγησε ο Βαγγέλης Κλωνής, «όμως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Δύο ώρες είχαμε μόνο. Και τότε το μυαλό μου πήρε μια κεφαλλονίτικη στροφή».
Ο Βαγγέλης έδωσε τη διαταγή και οι φαντάροι γέμισαν το χείμαρρο με πτώματα Αμερικανών και Γερμανών, για να μπορέσουν να περάσουν τα τεθωρακισμένα από πάνω τους.
Λίγους μήνες αργότερα, στην οικογένεια του Πομόνη έφτασε ένα γράμμα από το υπουργείο Αμύνης, με το οποίο η κυβέρνηση, μετά λύπης, ενημέρωνε τους συγγενείς και τους φίλους ότι ο Βαγγέλης είχε σκοτωθεί.
Στο εστιατόριο έγινε ένα μεγάλο μνημόσυνο και όλοι οι Έλληνες περνούσαν από εκεί για να κλάψουν. Σε μια γωνιά καθόταν και έπινε ένας Κεφαλλονίτης, ο Θεοδωράτος, και έμοιαζε να μην ασχολείται. Τον ρώτησαν γιατί δεν λυπάται για το φίλο του, κι εκείνος τους κοίταξε και απάντησε:
«Τι να σας πω, ρε μαλάκες. Αυτός ζει. Μία των ημερών θα ανοίξει την πόρτα και θα μπει μέσα. Είναι μεγάλος κερατάς. Λένε μαλακίες αυτοί, δεν τον πιάνει σφαίρα τον Βαγγέλη. Δεν του κάνω μνημόσυνο εγώ».
Το Γενάρη του 1946, ο Βαγγέλης Κλωνής βγήκε μαζί με τους άλλους βετεράνους από το λεωφορείο και προχώρησε προς το μαγαζί του στη Σάντα Φε. Είχε χάσει τη μεταλλική του ταυτότητα και την είχαν βρει δίπλα σε ένα πτώμα.
Μετά τον πόλεμο ο Βαγγέλης συνέχισε να δουλεύει με τους Πομόνηδες και πάντα έστελνε λεφτά στο θείο του, τον Γεράσιμο Στάβερη στην Ελλάδα. Ένα απόγευμα, όταν πήγε στο μαγαζί να δουλέψει, ένας άλλος Κεφαλλονίτης που δούλευε εκεί τον πλησίασε και του έδωσε ένα γράμμα από την Ελλάδα:«Αγαπημένε μας Βαγγέλη. Δεν ξέρουμε που είσαι, εδώ και έξι εφτά χρόνια. Ο Στάβερης μας βοηθά, αλλά δεν ξέρουμε αν είσαι καλά και πού βρίσκεσαι. Εμείς είμαστε καλά. Περάσαμε δύσκολες στιγμές στο πόλεμο, αλλά είμαστε όλοι καλά και θέλουμε να σε δούμε. Οι γονείς σου».
Ο Βαγγέλης δεν δούλεψε εκείνο το απόγευμα. Πήρε μια μπουκάλα ουίσκι και έκατσε σε μια γωνιά με ένα φίλο και έκλαιγε. Όπως είπε αργότερα: «Έκανα και ένα μνημόσυνο για τους Γερμανούς. Σκότωσα πολλούς ανθρώπους που δεν έπρεπε να σκοτώσω».
Το 1950, ο Βαγγέλης γύρισε στην Κεφαλλονιά και είδε ξανά την οικογένειά του. Ένα από τα πρώτα πράγματα που του είπε η μάνα του ήταν: «Ξέρω ότι κυνηγάς τις γυναίκες και αυτές σε κυνηγάνε, αλλά πρέπει να βρεις μία να παντρευτείς, για να μη γυρνάς σαν ρεμάλι». Και βάλθηκε να τον παντρολογεί σε όλο το νησί, καθώς είχε φτάσει πια τα 34 και ήθελε να τον δει γαμπρό. Ο Βαγγέλης όμως είχε συνηθίσει τις πολλές και όμορφες γυναίκες και της ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει να βρεθεί μια πολύ ιδιαίτερη για να τον κάνει να παντρευτεί. Από όσες έβλεπε δεν του άρεσε καμία, μέχρι που πήγε στη Σκάλα και είδε την Κική.
«Όταν τον συνάντησα, μου άρεσε» θυμάται η Κική Κλωνή, το γένος Κουρκουμέλη, η γυναίκα του. «Ήταν πολύ όμορφος, σαν movie star, σαν τον Κλαρκ Γκέιμπλ και ακόμα καλύτερος. Ήταν Κεφαλλονίτης μάγκας».
Ο Βαγγέλης, όταν την είδε, ζήτησε να πάει αμέσως στο σπίτι του πατέρα της. Μέσα σε μία εβδομάδα είχαν αρραβωνιαστεί. Στο μήνα επάνω παντρεύτηκαν.
Επέστρεψαν στην Αμερική, στη Σάντα Φε, και έκαναν τρία παιδιά. Κάποια στιγμή η J.C. Penney’s έκανε μια μεγάλη προσφορά και νοίκιασε το κτίριο του εστιατορίου του Πομόνη. Έτσι ο Βαγγέλης έμεινε χωρίς δουλειά. Πλησίαζαν και τα παιδιά τη σχολική ηλικία, οπότε πήρε την απόφαση: «Θέλω να πάω τα παιδιά στην Κεφαλονιά, να κάνουμε άλλη μια γενιά Έλληνες».
Η οικογένεια επέστρεψε στο ρημαγμένο από το σεισμό νησί και πιθανότατα θα έμεναν για πάντα εκεί αν δεν ερχόταν η χούντα. Το καθεστώς απαιτούσε τα παιδιά να πάνε στο στρατό, έτσι ο Κλωνής πήρε την οικογένειά του και ξαναγύρισε στη Σάντα Φε.
Ο Βαγγέλης είδε τα παιδιά του να μεγαλώνουν. Ο μεγαλύτερος, ο Άγγελος, έχει σπουδάσει Πυρηνική Φυσική και δουλεύει στο Ναυτικό. Ο Νίκος, ο δεύτερος, κρατά στο κέντρο της Σάντα Φε το μπαρ Evangelo’s, που ο Βαγγέλης άνοιξε το ‘70. Ο Δήμος, ο τρίτος, είναι καρδιολόγος. Όσο περνούσαν τα χρόνια, άρχισε να λέει ιστορίες από τη ζωή του στον πόλεμο, ψήγματα πληροφοριών που έδιναν στα παιδιά και τους φίλους του μια άλλη εικόνα για τον πατέρα τους. Όσο κι αν προσπαθούσε να τις ξεχάσει, οι εμπειρίες του από τον πόλεμο τον είχαν σημαδέψει.«Μερικές φορές, όταν έβλεπε ταινίες για τον πόλεμο στην τηλεόραση, έκλαιγε» θυμάται η γυναίκα του. «Γινόταν νευρικός και μόνο που τα σκεφτόταν». Ο Βαγγέλης δεν ξαναταξίδεψε με αεροπλάνο και απεχθανόταν τη φασαρία. «Την ηρεμία την έβρισκε μόνο στη Σάντα Φε και στα Κοριάννα, στην Κεφαλλονιά» θυμάται η Πελαγία Στεφανάτου, η κόρη του Σπύρου.
Παρ' όλα αυτά, ο πόλεμος εξακολουθούσε να μοιάζει μια παρένθεση στη ζωή του και ως τέτοια την αντιμετώπιζαν οι γνωστοί του, χωρίς να δίνουν πολλή σημασία. Είχαν τον Κλωνή στο μυαλό τους ως τον γλεντζέ, γοητευτικό, εξωστρεφή Έλληνα, που βωμολοχούσε ακατάσχετα και λάτρευε τις παρέες και τα τραγούδια.
Ο Βαγγέλης Κλωνής πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1989. Κηδεύτηκε στα Κοριάννα, και όλοι όσοι τον είχαν γνωρίσει κράτησαν μαζί τους ο καθένας τη δική του, προσωπική εικόνα γι' αυτόν.
Υπήρχε όμως μια άλλη εικόνα, πολύ διάσημη, που κυκλοφορούσε χρόνια, αλλά κανείς δεν την είχε συνδέσει με τον Βαγγέλη. Μέχρι το 1991.«Μια μέρα» θυμάται η Κική Κλωνή «είχα πάει με τον Νίκο και τα εγγόνια μου στο εμπορικό κέντρο. Εκείνος πετάχτηκε να πάρει περιοδικά κι εγώ πήγα με τα μικρά για να τους αγοράσω παιχνίδια. Κάποια στιγμή τον βλέπω να έρχεται τρέχοντας. “Μάνα, τρέχα!” φώναξε. ”Ο πατέρας!” Και εκεί, στο εξώφυλλο του περιοδικού “Life”, ήταν ο άντρας μου, με στρατιωτικό κράνος κι ένα τσιγάρο στο στόμα και κοίταζε βλοσυρά προς τα πίσω».
Ο Γιουτζίν Σμιθ γεννήθηκε το 1918 στο Κάνσας και από πολύ μικρή ηλικία έδειξε κλίση στη φωτογραφία. Μεγαλώνοντας έγινε ένας από τους καλύτερους φωτορεπόρτερ που έζησαν ποτέ, δούλεψε για το «Life», το «Newsweek» και άλλες μεγάλες εκδόσεις, αποκτώντας τη φήμη του λεπτολόγου καλλιτέχνη, που ήταν πρόθυμος να δουλέψει ακόμα και δύο εβδομάδες πάνω σε μια φωτογραφία για να βγάλει το αποτέλεσμα που ήθελε. Πήρε διάσημες φωτογραφίες από τον πόλεμο, ανάμεσα στις οποίες και δύο λήψεις του Βαγγέλη Κλωνή: αυτήν με το τσιγάρο και την άλλη με το παγούρι, η οποία πριν από λίγα χρόνια έγινε γραμματόσημο στις ΗΠΑ.
«Ο Γιουτζίν Σμιθ ήταν ένας πολύ δύσκολος άνθρωπος» μου εξηγεί ο Τζέιμς Ένιαρτ, καθηγητής φωτογραφίας στο Κολέγιο της Σάντα Φε, που τον ήξερε καλά. «Είχε δαίμονες που τον κατέτρυχαν σε όλη του τη ζωή. Ήταν μια ψυχή βασανισμένη, αλλά μπορεί αυτοί οι δαίμονες να τροφοδοτούσαν την ιδιοφυΐα του».
Ο Ένιαρτ έζησε μαζί με τον Σμιθ τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ήταν δίπλα του όταν πέθανε. Έχει ήδη γράψει ένα μεγάλο βιβλίο για το έργο του και τώρα έχει ξεκινήσει έρευνες για ένα νέο βιβλίο, στο οποίο θα μελετά τη ζωή του Σμιθ παράλληλα με το βίο του ανθρώπου που αποτέλεσε ένα από τα θέματά του: του Βαγγέλη Κλωνή.
«Αυτοί οι άντρες είχαν πολλές ομοιότητες» μου λέει. Ήταν εικονοκλάστες, αψηφούσαν το θάνατο, ήταν πολύ συναισθηματικοί, διψούσαν για περιπέτεια». Είχαν ακόμα παρόμοια ηλικία και έζησαν από πολύ κοντά τον πόλεμο - και κάποια στιγμή, κατά τη διάρκειά του, συναντήθηκαν. Αυτή η συνάντηση είναι άλλο ένα μεγάλο μυστήριο.
Οι δύο φωτογραφίες του Σμιθ φαίνεται ότι τραβήχτηκαν στο νησί Σαϊπάν του Ειρηνικού, όπου έγινε μία από τις σημαντικότερες αμερικανοϊαπωνικές μάχες του πολέμου. Υπάρχει ένα πρόβλημα, όμως: η απόβαση στο Σαϊπάν έγινε στις 15 Ιουνίου του 1944, εννέα μέρες μετά την απόβαση στη Νορμανδία.
«Το πιο πιθανό είναι ότι ο Κλωνής έφτασε εκεί κάποια στιγμή σε μια μυστική αποστολή» λέει ο Ένιαρτ. «Αλλά δεν μπορούμε να ξέρουμε ακόμη. Ξέρω ότι ο Σμιθ ταξίδευε συχνά, απλώς πρέπει να ερευνήσουμε τα ταξίδια του και όποια στοιχεία μπορούμε να βρούμε για τη θητεία του Κλωνή, ώστε να μάθουμε πότε και που πάρθηκαν οι φωτογραφίες». Στην πορεία, ο Ένιαρτ ελπίζει να μάθει περισσότερα για την υπηρεσία του Κλωνή στον πόλεμο.
«Οπωσδήποτε δεν ήταν μια τυπική θητεία» μου λέει. «Συμμετείχε σε υπερβολικά πολλές επιχειρήσεις και είχε εκπαιδευτεί για να χρησιμοποιεί σχεδόν όλα τα όπλα και όλα τα οχήματα - μπορούσε να οδηγεί ακόμα και τανκ. Φαίνεται πως ήταν κομάντο στις Ειδικές Δυνάμεις».
Τα παιδιά του Βαγγέλη Κλωνή έχουν αρχίσει ήδη να ψάχνουν όποια στοιχεία μπορούν να βρουν για τη θητεία του πατέρα τους, για να διευκολύνουν την έρευνα του Ένιαρτ και για να μάθουν την αλήθεια. Το αποτέλεσμα, όποιο κι αν είναι, θα είναι συναρπαστικό: η πλήρης, αληθινή ιστορία ενός Έλληνα ήρωα.
Όλα ήταν ματωμένα. Το κύμα που έσκαγε στην αμμουδιά ήταν κόκκινο. Η αμμουδιά ήταν κόκκινη. Και μετά, όταν όλα τέλειωσαν, η αμμουδιά δεν φαινόταν, είχε κρυφτεί από τα πτώματα, που στην άκρη της θάλασσας παρασέρνονταν από το κόκκινο κύμα σε ένα μακάβριο λίκνισμα.
Ο Ιρλανδός ήταν δίπλα του στην αρχή. Σέρνονταν μαζί, σαν ένας άνθρωπος, πάνω στην άμμο της Όμαχα Μπιτς, ενώ γύρω τους το μόνο που ακουγόταν ήταν οι σφαίρες: σφαίρες που σφύριζαν στον αέρα, σφαίρες που καρφώνονταν στην παραλία με ένα κούφιο «παφ» τινάζοντας την άμμο, σφαίρες που έσκαγαν στο νερό και διαπερνούσαν τα σκάφη Χίγκινς, σφαίρες που έσκιζαν σάρκες και τσάκιζαν κόκαλα.
Μία σφαίρα βρήκε τον Ιρλανδό στο μέτωπο και διέλυσε το κεφάλι του. Τα μυαλά του χύθηκαν πάνω στον Βαγγέλη.
Την 6η Ιουνίου του 1944, στη δεύτερη από τις πέντε παραλίες όπου θα πραγματοποιούνταν η απόβαση της Νορμανδίας, την επονομαζόμενη Όμαχα Μπιτς, μόνο ένας από τους λόχους του Αμερικανικού Στρατού αποβιβάστηκε στο σημείο που έπρεπε. Μόνο 2 από τα 29 τανκ που θα πλαισίωναν την απόβαση έφτασαν στην ακτή. Οι βομβαρδισμοί των προηγούμενων ημερών είχαν αστοχήσει τελείως, και έτσι πλήρεις γερμανικές δυνάμεις έλεγχαν τους λόφους πάνω από την παραλία και ξερνούσαν μολύβι στους αβοήθητους φαντάρους πις Big Red One.Από τους 100 πρώτους που πάτησαν στην αμμουδιά, οι 87 σκοτώθηκαν. Μέχρι το μεσημέρι, όταν όλα ήταν κόκκινα και τα πτώματα είχαν καλύψει τα πάντα, μια χούφτα επιζώντες προσπαθούσε να ξεκολλήσει από την παραλία και να καλυφτεί στους πρόποδες των λόφων.
Ο Βαγγέλης Κλωνής ήταν εκεί, μέσα στο σφαγείο, και σκεφτόταν την Κεφαλλονιά. Πιθανότατα σκεφτόταν ότι δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ.Θα επιζούσε, όμως, θα γυρνούσε ξανά στο νησί του και θα ζούσε μια μεγάλη, γεμάτη ζωή, με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, και θα κρατούσε για πάντα τη φωτογραφία του Ιρλανδού στο πορτοφόλι του, και θα γέλαγε, και θα φώναζε, και θα έπινε, και θα έβριζε σε κάθε ευκαιρία αγίους, Χριστούς και Παναγίες, και η Κική του θα του φώναζε «Θα σε κάψει ο Θεός, Βαγγέλη» κι αυτός θα της απαντούσε: «Δεν με έκαψε στη Νορμανδία, τώρα θα με κάψει;».

Πηγή: Περιοδικό ESQUIRE, τεύχος Νοεμβρίου 2004, σελ.152-160
http://www.kefalonitis.com/articles.php?action=view_listing&articles_id=286&articles_category_1=14