Σ' ένα θαύμα, στην αγάπη και τη συμπαράσταση των μελών της φυλής των Καλάς, που ουσιαστικά τη φυγάδευσαν την ημέρα της απαγωγής του Έλληνα εθελοντή Αθανάσιου Λερούνη, αποδίδει τη σωτηρία της από τον ίδιο κίνδυνο, η επίκουρη καθηγήτρια του τμήματος Αγγλικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Ελισάβετ Μελά - Αθανασοπούλου. Η κ. Μελά, η οποία βρέθηκε στο χωριό Μπρουν των Καλάς, στις απομακρυσμένες κοιλάδες του Πακιστάν, την ημέρα της απαγωγής του Έλληνα εθελοντή, διηγήθηκε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, τις στιγμές που ακολούθησαν. Μετέφερε μαρτυρίες των ντόπιων Καλάς που βίωσαν το γεγονός, αλλά και την αγωνία της για τη ζωή και την τύχη των θρυλούμενων ως γνήσιων απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι οποίοι, με πολλές δυσχέρειες, διασώζουν μέχρι σήμερα τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους. Η καθηγήτρια του ΑΠΘ πραγματοποιεί από το 2007 πρωτογενή έρευνα για την καταγραφή της γλώσσας της φυλής και τη σύνδεσή της με την αρχαία ελληνική, ζώντας - ως ένα ακόμη μέλος τους - σε καλασικές οικογένειες. Από την 1η Αυγούστου, βρέθηκε για δεύτερη φορά στα χωριά των Καλάς και συγκεκριμένα στην κοιλάδα Μπουμπουρέτ (όπου βρίσκεται το χωριό Μπρουν), με στόχο να παραμείνει μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, προκειμένου να συνεχίσει την πολυετή της έρευνα. Ωστόσο, η παραμονή της διακόπηκε εσπευσμένα, από το φόβο του κινδύνου για τη ζωή της, αλλά και τη ζωή των μελών της «νέας» της οικογένειας.
«Οφείλω τη ζωή μου στην αγάπη και την αφοσίωση των Καλάς, όταν τα ξημερώματα της Τρίτης (σ.σ. 8 Σεπτεμβρίου, οπότε κουκουλοφόροι από τη γειτονική επαρχία Νουριστάν του Αφγανιστάν, απήγαγαν τον Αθ. Λερούνη), με την είδηση της απαγωγής και το φόνο ενός από τους δύο αστυνομικούς που φυλούσαν τον Λερούνη, όλο το χωριουδάκι, άνδρες, γυναίκες με παιδιά και μωρά, συσπειρώθηκαν γύρω από το απόμακρο σπιτάκι, όπου έμενα, για να με προστατεύσουν. Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα τεταμένο και αποφάσισα να εγκαταλείψω την έρευνά μου και τους Καλάς, καθώς κινδύνευε η ζωή μου και η ζωή της καλασικής οικογένειας που με φιλοξενούσε. Άρχισα να κατηφορίζω το μονοπάτι για να φτάσω σε κάποιον δρόμο προκειμένου να αναζητήσω ένα τζιπ που θα με μετέφερε στο αεροδρόμιο του Τσιτράλ», διηγείται η καθηγήτρια.
«Εκεί, βρισκόταν ένα από τα λιγοστά καλασικά σχολεία. Ο δάσκαλος και οι μαθητές με φώναζαν να πάω μέσα για να μείνω μαζί τους, μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Αρνήθηκα, βέβαια, και προσπαθούσα να τους απομακρύνω από κοντά μου (από φόβο να μην τους θέσω σε κίνδυνο). Ήταν συγκλονιστική η ανησυχία τους για μένα. Με δάκρυα στα μάτια και με φωνές προσπάθησαν να με αποτρέψουν από την απόφασή μου να φύγω. Όταν έφτασε το τζιπ, σκαρφάλωσαν όσοι μπορούσαν για να με συνοδεύσουν», συνέχισε. «Ίσως να αποτρεπόταν η επίθεση, εάν τα χωριά των Καλάς δεν ήταν έρημα»
Σύμφωνα με την κ. Μελά - Αθανασοπούλου, την ημέρα της απαγωγής τα χωριά των Καλάς ήταν έρημα, εξαιτίας μίας κηδείας στο απομακρυσμένο χωριό Μπιριού, στην οποία είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι όλων των χωριών και από τις τρεις κοιλάδες. «Οι κηδείες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για τους Καλάς, διαρκούν πολλές μέρες και συμμετέχουν σε αυτές όλοι», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «οι κουκουλοφόροι, προφανώς γνώριζαν ότι θα είχαν ελεύθερο το πεδίο πριν αποφασίσουν να επιτεθούν». Η ίδια εκτιμά πως, πιθανώς, η απαγωγή να είχε αποφευχθεί ή τουλάχιστον να μην είχε την ίδια κατάληξη, εάν οι ντόπιοι βρίσκονταν στα σπίτια τους και για τον επιπλέον λόγο ότι οι Καλάς θα προσπαθούσαν να προστατεύσουν τον Έλληνα εθελοντή, εξαιτίας της έμπρακτης αφοσίωσης και ευγνωμοσύνης τους. «Μία μέρα πριν από την απαγωγή (7 Σεπτεμβρίου), είχα μεταβεί με συνοδεία στο χωριό Μπιριού της κοιλάδας Μπιρίρ, για τους σκοπούς της έρευνάς μου, το οποίο όμως ήταν άδειο, όπως και τα υπόλοιπα χωριά που διασχίζαμε, καθώς όλοι οι Καλάς είχαν μεταβεί σε μία τελετή κηδείας που γινόταν εκεί. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει και εφόσον δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε, αποφασίσαμε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Διασχίσαμε περίπου 30 χιλιόμετρα σε δύσβατο μονοπάτι, χωρίς φως, περάσαμε το χωριό Μπρουν, πριν φτάσουμε κατάκοποι στο σπίτι. Ήταν περίπου στις 5 τα ξημερώματα, όταν ο πατέρας της οικογένειας, όπου έμενα, μπήκε στο δωματιάκι και μού ανακοίνωσε ανήσυχος το δυσάρεστο συμβάν. Μαζεύτηκαν στο σπίτι περίπου 30 Καλάς και με παρακαλούσαν:
'μπάαμπα (αδελφή), μη φύγεις, πρέπει να σε σώσουμε'".
Ένα νεαρό αγόρι μετέφερε αφήγηση Καλάσας γυναίκας, που παρακολούθησε το συμβάν της επίθεσης και απαγωγής από το απέναντι σπίτι. Αναφέρθηκε στα αδίστακτα χτυπήματα των κουκουλοφόρων κατά των δύο αστυνομικών, που είχαν ως κατάληξη τον θάνατο του ενός, αλλά και στο βασανισμό του παριστάμενου Καλάς. «Μας είπαν ότι υπήρχαν παντού αίματα και ότι ένας αστυνομικός κατάφερε να διαφύγει», ανέφερε. Η φυγή της καθηγήτριας, ύστερα απ' αυτά τα γεγονότα, θεωρούνταν ήδη δεδομένη. Σ' όλη τη διαδρομή προς το Τσιτράλ, το τζιπ που τη μετέφερε ακολουθούσε το αυτοκίνητο της αστυνομίας, που μετέφερε το νεκρό Πακιστανό φύλακα του Αθανάσιου Λερούνη, για τον ενταφιασμό του. Καλάς συνόδευσαν την καθηγήτρια μέχρι το αεροδρόμιο του Ισλαμαμπάντ, απ' όπου έσπευσε να επικοινωνήσει με την ελληνική πρεσβεία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου του Τσιτράλ, οι απαγωγείς ζήτησαν την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωση του Έλληνα εθελοντή, ύψους δύο εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και την απελευθέρωση τριών σημαντικών ηγετών των Ταλιμπάν. Όπως γίνεται γνωστό, τοπικοί άρχοντες του Τσιτράλ και μέλη της λεγόμενης Τζίργκα επισκέφτηκαν την επαρχία Νουριστάν, προκειμένου να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τους απαγωγείς και να ζητήσουν την απελευθέρωσή του. Στα ίδια δημοσιεύματα φιλοξενούνται δηλώσεις του πρώην άρχοντα της τοπικής αυτοδιοίκησης του Τσιτράλ, Αμπντούλ Ματζίντ, ότι κατάφερε να συναντήσει τον απαχθέντα, διαβεβαιώνοντας ότι είναι καλά στην υγεία του και ότι του παρέχεται κατάλληλη τροφή και στέγη. Ο ίδιος δήλωσε ότι ο Αθανάσιος Λερούνης κρατείται στην περιοχή Γκοουαρντές του Νουριστάν.
Έκκληση για την προστασία των Καλάς
Η κ. Μελά ελπίζει σε μία αίσια κατάληξη στο θέμα της απαγωγής και πως σύντομα θα ηρεμήσει η κατάσταση για να επιστρέψει στην περιοχή και να συνεχίσει την έρευνά της. Απευθύνει έκκληση προς την πακιστανική κυβέρνηση, καθώς και σ' αυτές του ανεπτυγμένου κόσμου να προστατεύσουν τους φιλήσυχους κατοίκους των κοιλάδων, ώστε να μην υποστούν τα δεινά ενός εσωτερικού σπαραγμού. «Καλάς σημαίνει χαρούμενα πρόσωπα, σημαίνει μοιράζομαι και συμμερίζομαι. Διακατέχονται από το σπάνιο είδος της έμπρακτης αγάπης, γιατί στο λεξιλόγιό τους δεν υπάρχει το ρήμα ‘σ΄αγαπώ’», είπε χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου της καθηγήτριας, βρίσκονται υπό ολοκλήρωση, για την έκδοσή τους, πέντε αναγνωστικά της γλώσσας των Καλάς και μία πλήρης γραμματική (μαζί μ' ένα απλοποιημένο καλασικό αλφάβητο), τα οποία θα παραχωρήσει στους κατοίκους των χωριών για την εκπαίδευση των παιδιών, καθώς επίσης η καταγραφή περίπου 100 παραδοσιακών καλασικών τραγουδιών, καθώς και καλασικών ιστοριών, από θρύλους της παράδοσής τους, όπως αποτυπώθηκαν από αφηγήσεις γερόντων Καλάς. Σύμφωνα με σύγχρονη καταγραφή (2008) που πραγματοποίησε και ανακοίνωσε σε διεθνή συνέδρια η καθηγήτρια του ΑΠΘ, οι Καλάς δεν ξεπερνούν κατά πολύ τους 3.100. Ζουν σε συνολικά 15 χωριά και κάποιους μικρότερους οικισμούς, στις απομονωμένες κοιλάδες των οροσειρών του βορειοδυτικού Πακιστάν, σε υψόμετρο 2.000 - 3.000 μέτρων. Οι κοιλάδες (Μπουμπουρέτ, Μπιμπίρ, Ρουμπούρ) ανήκουν διοικητικά στην περιφέρεια του Τσιτράλ.
«Οφείλω τη ζωή μου στην αγάπη και την αφοσίωση των Καλάς, όταν τα ξημερώματα της Τρίτης (σ.σ. 8 Σεπτεμβρίου, οπότε κουκουλοφόροι από τη γειτονική επαρχία Νουριστάν του Αφγανιστάν, απήγαγαν τον Αθ. Λερούνη), με την είδηση της απαγωγής και το φόνο ενός από τους δύο αστυνομικούς που φυλούσαν τον Λερούνη, όλο το χωριουδάκι, άνδρες, γυναίκες με παιδιά και μωρά, συσπειρώθηκαν γύρω από το απόμακρο σπιτάκι, όπου έμενα, για να με προστατεύσουν. Το κλίμα ήταν ιδιαίτερα τεταμένο και αποφάσισα να εγκαταλείψω την έρευνά μου και τους Καλάς, καθώς κινδύνευε η ζωή μου και η ζωή της καλασικής οικογένειας που με φιλοξενούσε. Άρχισα να κατηφορίζω το μονοπάτι για να φτάσω σε κάποιον δρόμο προκειμένου να αναζητήσω ένα τζιπ που θα με μετέφερε στο αεροδρόμιο του Τσιτράλ», διηγείται η καθηγήτρια.
«Εκεί, βρισκόταν ένα από τα λιγοστά καλασικά σχολεία. Ο δάσκαλος και οι μαθητές με φώναζαν να πάω μέσα για να μείνω μαζί τους, μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Αρνήθηκα, βέβαια, και προσπαθούσα να τους απομακρύνω από κοντά μου (από φόβο να μην τους θέσω σε κίνδυνο). Ήταν συγκλονιστική η ανησυχία τους για μένα. Με δάκρυα στα μάτια και με φωνές προσπάθησαν να με αποτρέψουν από την απόφασή μου να φύγω. Όταν έφτασε το τζιπ, σκαρφάλωσαν όσοι μπορούσαν για να με συνοδεύσουν», συνέχισε. «Ίσως να αποτρεπόταν η επίθεση, εάν τα χωριά των Καλάς δεν ήταν έρημα»
Σύμφωνα με την κ. Μελά - Αθανασοπούλου, την ημέρα της απαγωγής τα χωριά των Καλάς ήταν έρημα, εξαιτίας μίας κηδείας στο απομακρυσμένο χωριό Μπιριού, στην οποία είχαν συρρεύσει οι κάτοικοι όλων των χωριών και από τις τρεις κοιλάδες. «Οι κηδείες αποτελούν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για τους Καλάς, διαρκούν πολλές μέρες και συμμετέχουν σε αυτές όλοι», είπε χαρακτηριστικά και πρόσθεσε ότι «οι κουκουλοφόροι, προφανώς γνώριζαν ότι θα είχαν ελεύθερο το πεδίο πριν αποφασίσουν να επιτεθούν». Η ίδια εκτιμά πως, πιθανώς, η απαγωγή να είχε αποφευχθεί ή τουλάχιστον να μην είχε την ίδια κατάληξη, εάν οι ντόπιοι βρίσκονταν στα σπίτια τους και για τον επιπλέον λόγο ότι οι Καλάς θα προσπαθούσαν να προστατεύσουν τον Έλληνα εθελοντή, εξαιτίας της έμπρακτης αφοσίωσης και ευγνωμοσύνης τους. «Μία μέρα πριν από την απαγωγή (7 Σεπτεμβρίου), είχα μεταβεί με συνοδεία στο χωριό Μπιριού της κοιλάδας Μπιρίρ, για τους σκοπούς της έρευνάς μου, το οποίο όμως ήταν άδειο, όπως και τα υπόλοιπα χωριά που διασχίζαμε, καθώς όλοι οι Καλάς είχαν μεταβεί σε μία τελετή κηδείας που γινόταν εκεί. Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει και εφόσον δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε, αποφασίσαμε να πάρουμε το δρόμο της επιστροφής με τα πόδια. Διασχίσαμε περίπου 30 χιλιόμετρα σε δύσβατο μονοπάτι, χωρίς φως, περάσαμε το χωριό Μπρουν, πριν φτάσουμε κατάκοποι στο σπίτι. Ήταν περίπου στις 5 τα ξημερώματα, όταν ο πατέρας της οικογένειας, όπου έμενα, μπήκε στο δωματιάκι και μού ανακοίνωσε ανήσυχος το δυσάρεστο συμβάν. Μαζεύτηκαν στο σπίτι περίπου 30 Καλάς και με παρακαλούσαν:
'μπάαμπα (αδελφή), μη φύγεις, πρέπει να σε σώσουμε'".
Ένα νεαρό αγόρι μετέφερε αφήγηση Καλάσας γυναίκας, που παρακολούθησε το συμβάν της επίθεσης και απαγωγής από το απέναντι σπίτι. Αναφέρθηκε στα αδίστακτα χτυπήματα των κουκουλοφόρων κατά των δύο αστυνομικών, που είχαν ως κατάληξη τον θάνατο του ενός, αλλά και στο βασανισμό του παριστάμενου Καλάς. «Μας είπαν ότι υπήρχαν παντού αίματα και ότι ένας αστυνομικός κατάφερε να διαφύγει», ανέφερε. Η φυγή της καθηγήτριας, ύστερα απ' αυτά τα γεγονότα, θεωρούνταν ήδη δεδομένη. Σ' όλη τη διαδρομή προς το Τσιτράλ, το τζιπ που τη μετέφερε ακολουθούσε το αυτοκίνητο της αστυνομίας, που μετέφερε το νεκρό Πακιστανό φύλακα του Αθανάσιου Λερούνη, για τον ενταφιασμό του. Καλάς συνόδευσαν την καθηγήτρια μέχρι το αεροδρόμιο του Ισλαμαμπάντ, απ' όπου έσπευσε να επικοινωνήσει με την ελληνική πρεσβεία. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου του Τσιτράλ, οι απαγωγείς ζήτησαν την καταβολή λύτρων για την απελευθέρωση του Έλληνα εθελοντή, ύψους δύο εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και την απελευθέρωση τριών σημαντικών ηγετών των Ταλιμπάν. Όπως γίνεται γνωστό, τοπικοί άρχοντες του Τσιτράλ και μέλη της λεγόμενης Τζίργκα επισκέφτηκαν την επαρχία Νουριστάν, προκειμένου να προσπαθήσουν να επικοινωνήσουν με τους απαγωγείς και να ζητήσουν την απελευθέρωσή του. Στα ίδια δημοσιεύματα φιλοξενούνται δηλώσεις του πρώην άρχοντα της τοπικής αυτοδιοίκησης του Τσιτράλ, Αμπντούλ Ματζίντ, ότι κατάφερε να συναντήσει τον απαχθέντα, διαβεβαιώνοντας ότι είναι καλά στην υγεία του και ότι του παρέχεται κατάλληλη τροφή και στέγη. Ο ίδιος δήλωσε ότι ο Αθανάσιος Λερούνης κρατείται στην περιοχή Γκοουαρντές του Νουριστάν.
Έκκληση για την προστασία των Καλάς
Η κ. Μελά ελπίζει σε μία αίσια κατάληξη στο θέμα της απαγωγής και πως σύντομα θα ηρεμήσει η κατάσταση για να επιστρέψει στην περιοχή και να συνεχίσει την έρευνά της. Απευθύνει έκκληση προς την πακιστανική κυβέρνηση, καθώς και σ' αυτές του ανεπτυγμένου κόσμου να προστατεύσουν τους φιλήσυχους κατοίκους των κοιλάδων, ώστε να μην υποστούν τα δεινά ενός εσωτερικού σπαραγμού. «Καλάς σημαίνει χαρούμενα πρόσωπα, σημαίνει μοιράζομαι και συμμερίζομαι. Διακατέχονται από το σπάνιο είδος της έμπρακτης αγάπης, γιατί στο λεξιλόγιό τους δεν υπάρχει το ρήμα ‘σ΄αγαπώ’», είπε χαρακτηριστικά. Στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου της καθηγήτριας, βρίσκονται υπό ολοκλήρωση, για την έκδοσή τους, πέντε αναγνωστικά της γλώσσας των Καλάς και μία πλήρης γραμματική (μαζί μ' ένα απλοποιημένο καλασικό αλφάβητο), τα οποία θα παραχωρήσει στους κατοίκους των χωριών για την εκπαίδευση των παιδιών, καθώς επίσης η καταγραφή περίπου 100 παραδοσιακών καλασικών τραγουδιών, καθώς και καλασικών ιστοριών, από θρύλους της παράδοσής τους, όπως αποτυπώθηκαν από αφηγήσεις γερόντων Καλάς. Σύμφωνα με σύγχρονη καταγραφή (2008) που πραγματοποίησε και ανακοίνωσε σε διεθνή συνέδρια η καθηγήτρια του ΑΠΘ, οι Καλάς δεν ξεπερνούν κατά πολύ τους 3.100. Ζουν σε συνολικά 15 χωριά και κάποιους μικρότερους οικισμούς, στις απομονωμένες κοιλάδες των οροσειρών του βορειοδυτικού Πακιστάν, σε υψόμετρο 2.000 - 3.000 μέτρων. Οι κοιλάδες (Μπουμπουρέτ, Μπιμπίρ, Ρουμπούρ) ανήκουν διοικητικά στην περιφέρεια του Τσιτράλ.