του Κωνσταντίνου Φλώρου
από το βιβλίο του "2013- τι;" που μας παραχώρησε προς δημοσίευση
Κάποια στιγμή, επέλεξα να γεννηθώ μην έχοντας άλλη διέξοδο. Ένα είδος φράγματος, με εμπόδισε να ανέβω σε πιο ψηλό σκαλοπάτι και να ανελιχθώ σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα εκτός υλικού κόσμου στο βιβλίο της ζωής. Κάτι με έσπρωξε βίαια προς τα «κάτω» και ενσαρκώθηκα για πολλοστή φορά σε αυτή την κόλαση που ονομάζεται Γη. Αυτός, ίσως, είναι και ο λόγος που γεννήθηκα με καισαρική τομή, παίρνοντας παραπάνω μέρες από τις προβλεπόμενες. Κάτι με έκανε να μην θέλω να βγω από την ασφάλεια και την θαλπωρή που μου προσέφερε η μήτρα της μάνας μου. Ο μαιευτήρας, όμως, είχε άλλη γνώμη και με έβγαλε έξω, όπως ο μάγος τραβάει λαγό από το καπέλο. Και τι λαγό! Έναν λαγό γεμάτο απορίες και γιατί!
Έκτοτε, με διακατείχε πάντοτε μία απορία που δεν μπορούσα να την εκφράσω, βέβαια, λεκτικώς λόγω ηλικίας. Όμως, εκφραζόμουν πνευματικά και αυτό με έκανε να μην καταλαβαίνω που πάνε τα τέσσερα. Δεν ήμουν σε θέση ακόμη να ρωτήσω οτιδήποτε στην αρχή. Απλώς, μου φαινόντουσαν όλα περίεργα και είχα την αίσθηση ότι δεν ανήκα πουθενά. Ούτε στους γονείς μου, ούτε στο σχολείο. Ξεκινώντας το νηπιαγωγείο, ήμουν απροσάρμοστος τόσο απέναντι στην δασκάλα όσο και στους συμμαθητές μου. Δεν καταλάβαινα γιατί ήμουν εκεί και για ποιό λόγο. Το ίδιο συνεχίστηκε και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Δεν μπορούσα με τίποτα να ενσωματωθώ στο σχολικό σύστημα.
Υπέφερα και ρώταγα συνέχεια την μάνα μου και τις δασκάλες γιατί πάω σχολείο. Η απάντηση, βέβαια, ήταν πάντα η ίδια: «για να μάθω γράμματα του θεού τα πράγματα». Άλλες στερεότυπες απαντήσεις ήταν: «Γιατί έτσι πρέπει» ή «γιατί όλα τα παιδάκια πάνε στο σχολείο». Απαντήσεις, μηχανιστικές και απλοϊκές που, όμως, ποτέ δεν με κάλυπταν. Για αυτό και αισθανόμουν μόνος, ακόμη και στα διαλλείματα. Ήμουν μοναχικός και σχεδόν μελαγχολικός. Όταν σχολούσα, αισθανόμουν πολύ πιο χαρούμενος. Αλλά και πάλι, αναλωνόμουν σε ατομικά παιχνίδια και όχι ομαδικά.
Αν και κακός μαθητής στην αρχή, μετά ανακάλυψα ότι μάθαινα τα μαθήματα από την παράδοση και δεν χρειάστηκε να διαβάζω σχεδόν καθόλου στο σπίτι. Σαν προβατάκι στο μαντρί, άρχισα να ενσωματώνομαι με το ένα πόδι στο σχολικό σύστημα. Από την άλλη, όμως, παρέμενα σχεδόν σιωπηλός και αμέτοχος εκτός μαθημάτων. Δεν είχα καταφέρει να επικοινωνώ με τους συμμαθητές μου στα σχολικά διαλλείματα και στις εκδρομές. Δεν καταλάβαινα γιατί τα αγόρια παίζανε πάντα ποδόσφαιρο και τα κορίτσια σχοινάκι.
Επειδή τελείωσα γαλλικό δημοτικό σχολείο, επίσης, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο «Φρερ» (καθολικός ιερωμένος και διευθυντής του σχολείου), μοίραζε πάντοτε μπάλες ποδοσφαίρου σε κορίτσια και αγόρια στις γιορτές. Αφού τα κορίτσια δεν παίζανε ποτέ ποδόσφαιρο! Μου φαινόντουσαν όλα γελοία, αστεία και πολλές φορές ανόητα. Αλλά, πάνω από όλα, μου φαινόντουσαν όλα ακατανόητα.
Συνεχίζοντας τα μαθητικά μου χρόνια στην «στάνη» του γυμνασίου, πάλι δεν μπορούσα να κατανοήσω γιατί ήμουν εκεί. Το ίδιο μου συνέβαινε και στο λύκειο. Σκαμπανεβάσματα απανωτά με ταλάνιζαν πνευματικά και σωματικά. Δεν κατανοούσα, γιατί έπρεπε να κάνω μαθήματα που δεν μου άρεσαν ή δραστηριότητες όπως το ποδόσφαιρο. Γιατί μόνο αυτό υπήρχε να παίξουμε ως ομαδικό παιχνίδι. Δεν καταλάβαινα, γιατί έπρεπε να έρθω σε ρήξη με γονείς και καθηγητές και να πιεστώ για αυτά. Έτσι, όμως, είναι τα μαντριά. Και όταν από μικρό σε μαθαίνουν να είσαι πρόβατο, σου αρέσει δε σου αρέσει, χόρτο θα φας και θα πεις και ευχαριστώ. Μπεεέ…!
Στο μεταξύ, κατάφερνα πάντοτε να έχω ερωτήσεις για το κάθε τι. Αποδέκτες ήταν πάντα οι γονείς μου και έφτανα στο επίπεδο να τους ζαλίζω κυριολεκτικά. Η μάνα μου, έδινε πάντα στερεότυπες και ασαφείς απαντήσεις ή δεν μπορούσε να απαντήσει. Από την άλλη, ο πατέρας μου απαντούσε μόνον στις εύκολες. Στις δύσκολες, έδειχνε ότι δεν άντεχε. Ρώταγα τα πάντα και πάντοτε με ένα μεγάλο «Γιατί»; Η απάντηση, ποτέ δεν μου έλυνε την απορία και με έκανε να γυρνάω γύρω από περισσότερες ερωτήσεις.
Γιατί ζούμε; Γιατί μεγαλώνουμε; Γιατί υπάρχουμε; Γιατί είναι έτσι οι άνθρωποι; Πώς και γιατί γεννιόμαστε; Γιατί πεθαίνουμε; Τι υπάρχει μετά τον θάνατο; Γιατί πάμε σχολείο; Γιατί γυρνάει η Γη; Γιατί υπάρχει Θεός και τι είναι ο Θεός; Γιατί τα άστρα που βλέπουμε δεν μπορούμε να τα επισκεφτούμε; Ποιός είμαι εγώ; Γιατί έχω εσένα για μπαμπά και την άλλη για μαμά; Γιατί υπάρχει φτώχια και δυστυχία; Πολλά γιατί! Στις δασκάλες, βέβαια, ούτε κατά διάνοια να κάνω ερωτήσεις γιατί με το που τελείωναν το μάθημα εξαφανίζονταν μην δείχνοντας την παραμικρή ανοχή.
Παράλληλα με το σχολικό και το οικογενειακό μαντρί, είχαμε και το εκκλησιαστικό. Δεν έφτανε το μάθημα των θρησκευτικών στο σχολείο που μας ακολουθούσε σε κάθε τάξη, λες και θα γινόμασταν παπάδες. Επιπλέον, είχαμε και τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό για την «πνευματική μας κατήχηση». Εκεί ήταν που είχαμε πλήρη σύγχυση όλα τα παιδιά. Ακούγαμε και βλέπαμε πράγματα που δεν καταλάβαμε ποτέ γιατί γίνονται έτσι. Φαινόντουσαν όλα γελοία. Δεν ήταν τυχαίο, ότι μας έπιανε ως παιδιά νευρικό γέλιο μέσα στην εκκλησία. Ούτε, ακόμη, ήταν τυχαίο, ότι την θεολόγο και τον παπά τους ταράζαμε στις ερωτήσεις και δεν μπορούσαν να δώσουν τις σωστές απαντήσεις. Η πιο καθιερωμένη απάντηση ήταν: «έτσι, είναι ορισμένα από τον Ιησού Χριστό, τους αγίους και την εκκλησία». Πρέπει έτσι να τα δεχόμαστε και να τα πιστεύουμε, αλλιώς είναι αμαρτία.
Οι ερωτήσεις και οι απορίες των παιδιών, πάντοτε αντιμετωπίζονται με τον ίδιο κατευναστικό και ανόητο τρόπο απανταχού στον κόσμο. Γιατί, έτσι το έμαθαν «εκείνοι» και έτσι πρέπει να το ακολουθήσουν οι «υπόλοιποι», χωρίς καμιά αμφιβολία ή παρέκκλιση. Πίστευε και μη ερεύνα! Άκου, χωρίς να ρωτάς πολλά! Βλέπε, αλλά με τα μάτια που σου δίνουν οι άλλοι! Η φυσική έρευνα και η περιέργεια των παιδιών καταπνίγονται εν τη γενέσει τους σε ολόκληρο τον κόσμο. Η πνευματική τροφή της οικογένειας, του σχολείου, της θρησκείας και αργότερα της δουλειάς δηλητηριάζει ανεπανόρθωτα εμάς τα προβατάκια.
Γεννηθήκαμε τυφλοί, κουφοί και μετά γίναμε όλοι μας πνευματικά ανάπηροι. Μην νομίζεις ότι αν κάνεις τα ίδια ερωτήματα σε ειδικούς ή πνευματικούς θα σου δώσουν απάντηση ικανοποιητική. Θα λάβεις κάποιες απαντήσεις μηχανιστικές ή στερεότυπες, αλλά τίποτα το ουσιώδες. Ποιο είναι, όμως, το νόημα της ζωής; Θα χρησιμοποιήσω ένα απλό παράδειγμα με το θέατρο. Εμείς, ως τυφλοί και κουφοί, ξέρουμε ότι το θέατρο ονομάστηκε «θέατρο» και ότι σε αυτό παίζουν ηθοποιοί γιατί έτσι το έχουμε μάθει.
Οι ειδικοί, (π.χ. θεατρολόγοι, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι), είναι σε θέση να απαντήσουν διεξοδικά σε ερωτήματα που θα τους τεθούν ως προς την τεχνική του θεάτρου, την επιλογή του έργου, των κοστουμιών και των σκηνικών. Από την άλλη, οι ηθοποιοί, είναι σε θέση να σου εξηγήσουν ότι υποδύονται πολύ πειστικά έναν Χ ρόλο. Η αυλαία ανοίγει και η παράσταση αρχίζει. Με το τέλος της παράστασης η αυλαία πέφτει μαζί με τα χειροκροτήματα των θεατών.
Έλα, όμως, που δεν είναι έτσι τα πράγματα γιατί κανείς από τους παραπάνω ειδικούς, δεν είναι σε θέση να σου εξηγήσει τι υπάρχει πραγματικά πίσω από την κουρτίνα και ποια η ουσία του θεάτρου; Κανείς δεν θα σου εξηγήσει, γιατί οι ηθοποιοί παίζουν ρεαλιστικό ρόλο στην σκηνή και μας κάνουν να κλαίμε ή να γελάμε. Ενώ, όταν πέφτουν οι μάσκες, παίζουν το πραγματικό θέατρο στην καθημερινή σκληρή πραγματικότητα. Γιατί;
Η ζωή, λοιπόν, τουλάχιστον έτσι όπως μας την έχουν μάθει μέχρι τώρα, είναι ένα μεγάλο θέατρο και εμείς είμαστε ηθοποιοί, τυφλοί και κουφοί. Η μόνη ελευθερία που υπάρχει μέχρι στιγμής, είναι η επιλογή από εμάς του κουστουμιού, της μάσκας και του ρόλου που θα παίξουμε στο θεατρικό έργο της ζωής. Έχουμε, λοιπόν, ρόλους για τους εξής βασικούς χαρακτήρες: για τον γονιό, τον επαγγελματία, τον επιτυχημένο, τον αποτυχημένο, τον φτωχό, τον πλούσιο, τον ηγέτη και τον νεκρό άνθρωπο.
Αν έχεις και φαντασία, θα ανακαλύψεις ότι μπορείς να κάνεις και συνδυασμούς αυτών των ρόλων. Έτσι μπορούμε να έχουμε έναν γονιό επιτυχημένο ή αποτυχημένο στον ρόλο του. Το ίδιο με τον επαγγελματία, αλλά να έχει και τον ρόλο του γονέα. Μπορείς να παίξεις τον αποτυχημένο φτωχό ή τον επιτυχημένο πλούσιο και να είσαι γονιός και επαγγελματίας. Στην μία περίπτωση, μπορεί να είσαι ένας κροίσος με δύο παιδιά, και στην άλλη ένας φτωχός αθίγγανος με δεκαπέντε παιδιά. Μπορείς να διαλέξεις και τον ρόλο του ηγέτη, επιτυχημένου ή όχι, με παιδιά ή χωρίς.
Η παράσταση, όμως, φίλε αναγνώστη, θα είναι πάντα η ίδια. Θα παίζεις και θα υποδύεσαι διαφορετικούς ρόλους και το χειροκρότημα ή το γιουχάισμα θα είναι ανάλογο του πόσο καλά έχεις παίξει στο θέατρο της ζωής. Όλοι μας, όμως, είτε τυφλοί είτε μονόφθαλμοι, πλούσιοι και φτωχοί, τίμιοι και άτιμοι, πνευματικοί και υλιστές, είμαστε ηθοποιοί στην ίδια παράσταση. Εκείνο, όμως, τον ρόλο που τον ερμηνεύουμε όλοι, ανεξαρτήτως συνδυασμών, είναι «ο νεκρός άνθρωπος». Είναι ο μεγαλύτερος και ο πιο βαρύς ρόλος για όλους, εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια. Θεωρητικά, από τότε που εμφανίστηκε ο πρώτος άνθρωπος στην Γη, ήταν ήδη νεκρός.
Συμπερασματικά, μπορούμε να συνοψίσουμε την ανθρώπινη ιστορία σε τρεις βασικές ανθρωπολογικές κατηγορίες. Έχουμε τον «Homo Erectus» (όρθιος άνθρωπος), τον «Homo Sapiens», (έμφρων άνθρωπος) και τον «Homo Mortuus» (ο νεκρός άνθρωπος). Ο μεγάλος Νίτσε αναφώνησε, κάποτε, ότι «ο Θεός είναι νεκρός». Ο «Homo Mortuus» έρχεται τώρα να συμπληρώσει τον Νίτσε. Ως νεκροί άνθρωποι έχουμε μέσα μας έναν νεκρό θεό. Νεκρολογίας εγκώμιων για την ανθρώπινη υπόσταση. Δεν υπάρχει πιο χαμηλό υπαρξιακό επίπεδο, από αυτό που είμαστε τώρα γιατί βρισκόμαστε στο σημείο Ναδίρ ή στον πάτο του βαρελιού.
Για αυτό, υπάρχει διαφωνία, πλήρη μεσάνυχτα και παραλογισμός, όταν θέτονται δύσκολα ερωτήματα και φιλοσοφικές ενατενήσεις σε ειδικούς. Ακόμη, και στους πιο φωτεινούς και πνευματικούς ταγούς της επιστήμης, της όποιας θρησκείας και της τεχνοκρατίας, υπάρχει διαφωνία σε σημείο σύγκρουσης και παράκρουσης. Κανείς δεν συμφωνεί με κάποιον άλλον, ακόμη και αν προέρχεται από τον ίδιο χώρο. Από την άλλη, όλοι εμείς λειτουργούμε ως σύγχρονοι Προμηθείς Δεσμώτες. Είμαστε δηλαδή τα έρμαια στο παίγνιο των δυνατών. Όποιοι και αν είναι αυτοί, είτε θεοί είτε άνθρωποι. Προσφέρουμε τα πάντα ως «σύγχρονοι δούλοι» εργαζόμενοι και εισπράττουμε τα ελάχιστα και πολλές φορές ακόμη και τίποτα. Είναι σαν να είμαστε αποκομμένοι και τιμωρημένοι. Είμαστε εντελώς τυφλοί και κουφοί. Αυτοί δε, που κρατούν τα ηνία της εξουσίας είναι πάντοτε μονόφθαλμοι. Αλλά, στους τυφλούς ο μονόφθαλμος βασιλεύει.
Όσο περισσότερο οι άνθρωποι είναι πολιτισμένοι,τόσο περισσότερο είναι ψεύτικοι και ηθοποιοί.
(Καντ, Εμμανουήλ, Φιλόσοφος)
συνεχίζεται...