Καθώς πλησιάζει η πρώτη επέτειός του στην εξουσία, ο Αμερικανός πρόεδρος πρέπει εύλογα να νιώθει υπερήφανος για τον εαυτό του και τη φυλή του. Κατέκτησε πράγματι μια θέση ύψιστης περιωπής με την αξία του και την επιμονή του, και είναι γεγονός ότι απέχει παρασάγγας από τη θλιβερή κατάσταση του προκατόχου του.
Παρ’ όλα αυτά, ως πολιτικός με σαφή επίγνωση των εξελίξεων και των γεγονότων, είναι μάλλον απίθανο να μην αισθάνεται ότι δεν έχει και τόσους λόγους πανηγυρισμού.
Έτσι όσον αφορά τα εσωτερικά θέματα, το μείζον πρόγραμμά του -ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης του αμερικανικού συστήματος υγείας- είναι μεν αναγκαίο, αλλά, επί του παρόντος, βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Η οικονομική ανάκαμψη της χώρας του είναι ακόμη αμφίβολη. Η ανάγκη για περαιτέρω οικονομικές ενέσεις τόνωσης των αμερικανικών βιομηχανιών παραμένει υπαρκτή. O τρόπος που χειρίστηκε το ζήτημα του επαίσχυντου Γκουαντάναμο δεν του απέφερε επαίνους (αν και, για το ευρύ κοινό, το ζήτημα αυτό έχει πλέον αρχίσει να περνά σε δεύτερη μοίρα).
Οσον αφορά τα εξωτερικά θέματα, η κατάσταση είναι πιο μελαγχολική, μια και σταδιακά η πολιτική του Ομπάμα προσελκύει πλέον τον χειρότερο όλων των χαρακτηρισμών -κρινόμενη ως προς την ουσία της, ασφαλώς, και όχι με βάση τη δημιουργία εντυπώσεων-, ως «συνέχεια της στρατηγικής Μπους/Τσένι».
Η δήλωση αυτή μοιάζει ίσως υπερβολικά σκληρή, αλλά, εάν εξετάσει κανείς τις συνιστώσες της, δεν είναι εντέλει τόσο αδικαιολόγητη.
Πιο συγκεκριμένα: ο πρόεδρος Ομπάμα ελάχιστη πρόοδο έχει σημειώσει όσον αφορά τις σχέσεις του με τη Ρωσία. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί σοβαρά από τη συστηματική τάση των Αμερικανών να υποτιμούν τη διεθνή σπουδαιότητά της.
Η Αμερική στα λόγια, εάν όχι και στις πράξεις (εφόσον ελάχιστα μπορεί όντως να κάνει), παραμένει επίσης προκλητική όσον αφορά τη Γεωργία και την Ουκρανία. Οι σχέσεις της με την Ευρώπη παραμένουν χλιαρές, ενώ ταυτόχρονα η σημερινή Γερμανία προσεταιρίζεται όλο και περισσότερο τη Ρωσία στο πλαίσιο ζητημάτων που δεν περιορίζονται πλέον στον ενεργειακό τομέα.
Κοιτάζοντας πιο πέρα βλέπουμε πως o πόλεμος στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν παραμένει εκκρεμής και αιματηρός όσο ποτέ άλλοτε, ενώ το οικονομικό κόστος του για τις ΗΠΑ (συνυπολογιζόμενης της διατήρησης στρατευμάτων στο Ιράκ) κατά το τρέχον έτος θα υπερβεί τα 730 δισ. δολάρια.
Η «συγκράτηση» του διαρκώς εντεινόμενου ισραηλινού επεκτατισμού εγείρει επίσης ανυπέρβλητες δυσκολίες, παρά τις επικοινωνιακές προσπάθειες να καλυφθεί η πραγματική κατάσταση. Τέλος, το φλέγον ζήτημα του Ιράν ενδέχεται σύντομα να εισέλθει σε μια νέα, πολύ πιο επικίνδυνη φάση. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα πολλαπλά προβλήματα που υποβόσκουν στις σχέσεις της Αμερικής με το Μεξικό, την ανεπίλυτη διένεξη με την Κορέα, καθώς και την εντεινόμενη οικονομική αντιπαλότητα με την Κίνα που εξελίσσεται σήμερα στη Βραζιλία, σαφέστατα διαπιστώνουμε όχι μόνον ότι η αμερικανική ηγεμονία δεν είναι ακμαία, αλλά ότι η όλη κατάσταση δύσκολα θα δικαιολογούσε το οποιοδήποτε αίσθημα χαράς ή ικανοποίησης.
Η υποβόσκουσα κρίση μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας
Μέσα σε ακριβώς αυτό το πλαίσιο, και όχι μεμονωμένα, οφείλουμε να εξετάσουμε και την κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στη χώρα μας και την Τουρκία. Το επισημαίνω αυτό για λογαριασμό του μέσου αναγνώστη, ο οποίος έχει συνηθίσει να λαμβάνει μόνο επαναλαμβανόμενες και καθησυχαστικές δηλώσεις από το υπουργείο Εξωτερικών μας.
Οι δηλώσεις αυτές περιστρέφονται γύρω από δύο κεντρικές ιδέες που αφορούν τις διμερείς σχέσεις, αλλά λίγο-πολύ αγνοούν την επίδραση του ευρύτερου γεωπολιτικού συστήματος στη διαμόρφωση των αμερικανικών προθέσεων για την Τουρκία και, εμμέσως, για την Ελλάδα ως τον τελευταίο τροχό αυτής της άμαξας.
Η πρώτη ιδέα/διαβεβαίωση είναι ότι αντιμετωπίζουμε τις καθημερινές τουρκικές προκλήσεις με ηρεμία και ψύχραιμη σκέψη, γνωρίζοντας ότι το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας. Σύμφωνα με τη δεύτερη ιδέα, η παρούσα επιθετική στάση της Τουρκίας αποτελεί «εποχικό φαινόμενο», διόλου πρωτόγνωρο, και άρα είναι απλώς ακόμη ένα από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ηρεμία σε σχέση με τη γείτονα χώρα.
Διαφωνώ και με τις δύο αυτές ιδέες, για τρεις διαφορετικούς λόγους.
Κατά πρώτο λόγο, η τουρκική εξωτερική πολιτική επηρεάζεται πλέον όλο και λιγότερο από τους παράγοντες που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση, και ειδικότερα από την προσπάθεια των κεμαλιστών στρατηγών να παραμείνουν υπολογίσιμος παράγοντας στη χώρα τους. Τo λέω αυτό διότι ο κ. Ερντογάν συνεχίζει επιτυχώς τις πολιτικές του κ. Γκιουλ και του Τ. Οζάλ, αποδυναμώνοντας όλο και περισσότερο τον παλιό αυτόν προμαχώνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Σήμερα στη συλλογιστική βάση της τουρκικής επιθετικότητας βρίσκεται, όπως προσπάθησα να εξηγήσω σε προηγούμενο άρθρο μου στο «Εθνος της Κυριακής», μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη, πολυδιάστατη και συντονισμένη εξωτερική πολιτική, την οποία ανέπτυξαν προοδευτικά και θέτουν πλέον σε εφαρμογή οι κ.κ. Νταβούτογλου και Ερντογάν. Η αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θα έπρεπε επομένως να προσαρμοστεί καταλλήλως, να εκσυγχρονιστεί και να διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το σύνθετο σχέδιο δράσης, που είναι πρωτόγνωρο με τα μέχρι τώρα τουρκικά δεδομένα. Οπως και αρκετοί άλλοι πολίτες, αναμένω και εγώ σαφείς αποδείξεις μιας μελετημένης και συντονισμένης ελληνικής αντίδρασης, αλλά, μέχρι στιγμής, μάταια.
Κατά δεύτερο λόγο, διαφωνώ με τη συχνή επίκληση του διεθνούς δικαίου ως παράγοντα που είναι με το μέρος μας και άρα καθιστά τη χώρα μας απόρθητη. Διαφωνώ με αυτήν την προσέγγιση όχι επειδή δεν τρέφω σεβασμό γι’ αυτόν τον κλάδο του δικαίου -πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε, τη στιγμή που ως νομικός ασχολούμαι με αυτά τα θέματα-, αλλά επειδή γνωρίζω, όπως γνωρίζει και η κυβέρνηση, ότι και εμείς οι ίδιοι δεν τολμούμε να εφαρμόσουμε πρακτικά το διεθνές δίκαιο.
Αρκεί ένα και μόνο παράδειγμα, για του λόγου το αληθές. Παρότι, λοιπόν, το διεθνές δίκαιο μάς δίνει το δικαίωμα να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, εμείς δεν τολμούμε να ασκήσουμε το δικαίωμα αυτό στην πράξη, δεδομένης της απειλής της Τουρκίας ότι θα το εκλάβει ως casus belli.
Θεωρητικά υπάρχουν πάντα τρόποι να αντιδράσει κανείς στα φαινομενικά αδιέξοδα, υπό τον όρο, βεβαίως, ότι μπορεί να σκεφτεί ελεύθερα και πρωτότυπα. Το ζήτημα όμως είναι: «Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο;».
Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα (2008), με τίτλο «Για το ζήτημα του Αιγαίου - Τα πετρέλαια, ο Μάρτης του ‘87, οι «συνοριακές διαφορές», η Ευρωπαϊκή Ενωση και η «ενεργειακή γέφυρα»», ο πρώην υπουργός Αναστάσιος Ι. Πεπονής έγραψε (σ. 161) ότι «η Ελλάδα μπορεί, με σωστή εκτίμηση των δεδομένων, να προπαρασκευάσει και να προχωρήσει σε διαφοροποιημένες κατά περιοχή επεκτάσεις της χωρικής της θάλασσας στο Αιγαίο, ασκώντας ευχέρεια που αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο». (Χρησιμοποίησα πλάγια στοιχεία σε αρκετές λέξεις, θέλοντας να δείξω πόσο προσεκτικά γράφει ο κ. Πεπονής.)
Δεν υποστηρίζω, στο συγκεκριμένο σημείο, ότι αυτή είναι υποχρεωτικά η λύση. Ούτε και ο κ. Πεπονής, νομίζω, υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Τα ζητήματα αυτά, ας μην ξεχνάμε, είναι πολύ περίπλοκα και δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν στο στενό πλαίσιο ενός άρθρου εφημερίδας. Αυτό πάντως που υποστηρίζω είναι ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε ρεαλιστικά σχέδια με σκοπό να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της χώρας μας, όπως πολύ χαρακτηριστικά έκανε το 1987 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αναγκάζοντας τελικά την Τουρκία να εγκαταλείψει την επιθετική της στάση.
Οσον αφορά τη σημερινή κρίση, δεν έχω διαβάσει μέχρι τώρα παρά μόνο κάποιες παρασκηνιακές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Αμερικανοί θέλουν να συναντηθούμε με τους Τούρκους και να λύσουμε όλα μας τα προβλήματα διαμιάς. Είναι προφανώς αδύνατον να αποβεί λυσιτελής μια τέτοια πρόταση. Κι επιπλέον, θα ήταν ντροπή για οποιονδήποτε Ελληνα πολιτικό να καθίσει σε ένα τέτοιο τραπέζι διαπραγματεύσεων!
Αυτή είναι η γνώμη ενός πατριώτη, αν και γνωρίζει και αυτός και όλοι οι αναγνώστες ότι οι Αμερικανοί δεν θα ησυχάσουν μέχρις ότου μας επιβάλουν την πρόθεσή τους.
Τέλος διαφωνώ με τις καθησυχαστικές, αλλά κοινότοπες δηλώσεις στις οποίες προβαίνει το υπουργείο Εξωτερικών μας ότι έχει την όλη κατάσταση υπό έλεγχο, διότι απλούστατα, όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες μου, δεν πιστεύω ότι αυτό αληθεύει.
Η επίδειξη ψυχραιμίας και αυτοκυριαρχίας, όταν δεν συνοδεύεται από επιχειρήματα, πράξεις, αποτελέσματα, υποδηλώνει αδυναμία, όχι δύναμη. Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας δείχνει ότι και οι Τούρκοι συμμερίζονται ακριβώς την ίδια άποψη γι’ αυτές τις δηλώσεις, μια και προφανώς τις αντιμετωπίζουν με πλήρη αδιαφορία.
Κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ πιο υπεύθυνη στάση να βγει κανείς και να μιλήσει ανοιχτά στους πολίτες της χώρας, να τους πει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα και, αν είναι αρκετά θαρραλέος (πράγμα μάλλον απίθανο), να τους υπενθυμίσει ποιοι μπορεί να κρύβονται πίσω από αυτές τις ανούσιες διαβεβαιώσεις, προσπαθώντας να μας εξωθήσουν σε συζητήσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική μας κυριαρχία.
Πράγματι -για να επανέλθουμε στο επιχείρημα που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική- δεν θεωρούνται άραγε ελληνικές εδώ και εβδομήντα χρόνια, και μάλιστα βάσει του διεθνούς νομικού καθεστώτος, οι βραχονησίδες που διεκδικεί σήμερα η Τουρκία; Οι πρόσφατες παραβιάσεις του εναέριου και του θαλάσσιου χώρου μας δεν μπορεί παρά να αποσκοπούν στην καθιέρωση μιας de facto κατάστασης, την οποία, εν ευθέτω χρόνω, η Τουρκία μπορεί να «ρίξει» στο τραπέζι των συζητήσεων ως «διαπραγματευτικό ατού». Λυπούμαι που το λέω, αλλά το θεωρώ απολύτως λογικό η Τουρκία να εκμεταλλευτεί αυτό το επιχείρημα σε νομικό επίπεδο. Κοντολογίς, το ξαναλέω: η Ελλάδα κινδυνεύει!
Η αδυναμία της Ελλάδας σε μια επικείμενη διαμάχη
Οταν κανείς διακρίνει προβλήματα στον ορίζοντα, οφείλει να προειδοποιεί τον λαό του. Και προσωπικά διακρίνω. Αυτό μάλιστα που αντιλαμβάνομαι ως πρωταρχικό πρόβλημα -και εξυπακούεται πως μπορεί κανείς να έχει διαφορετική γνώμη- είναι δισδιάστατο. Περιέργως, όμως, καμία από τις δύο «διαστάσεις» ή όψεις του δεν σχετίζεται με την Τουρκία. Τουναντίον, αμφότερες σχετίζονται με εμάς και τους φίλους μας. Και λέγοντας «φίλους μας» εννοώ την Αμερική και την Ευρώπη.
Οποιοσδήποτε έχει διαβάσει τις απόψεις που έχω διατυπώσει σε αρκετά άρθρα μου κατά τα δύο τελευταία χρόνια θα έχει ενδεχομένως προσέξει τη βαθιά μου θλίψη για τη στάση της Αμερικής απέναντί μας, αλλά και την εξίσου βαθιά ανησυχία μου για την ικανότητα των Ευρωπαίων συμμάχων μας να μας βοηθήσουν ουσιαστικά σε μια κρίσιμη στιγμή. Εξακολουθώ να φοβούμαι ότι, εάν ποτέ εμπλεκόμασταν σε μια ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία, το μέγιστο που θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν αυτοί οι φίλοι είναι μια «συμφωνία» ανάλογη αυτής των Ιμίων. Κατά τη γνώμη μου, μία μάς αρκεί!
Η απάντησή μου για ένα τέτοιο ενδεχόμενο -η καλύτερη απάντηση που μπόρεσα να σκεφτώ, έστω και αν δεν έτυχε ευρύτερης επιδοκιμασίας- ήταν πως πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε νέους φίλους. Οι σχετικές μου επισημάνσεις αγνοήθηκαν, ενώ, σε προσωπικό κύκλο, δέχτηκα και την κατηγορία πως γερνώντας είχα γίνει ρωσόφιλος.
Οι κατηγορίες, όμως, που δεν βασίζονται σε επιχειρήματα, αλλά σε προκαταλήψεις, με αφήνουν τελείως αδιάφορο. Αντιθέτως, με μεγάλο ενδιαφέρον βλέπω σήμερα ότι κάποιοι έγκυροι αρθρογράφοι -λ.χ. ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ- μετακινήθηκαν πρόσφατα (βλ. «Καθημερινή», 15 Αυγούστου 2009) προς μια εμφανώς διφορούμενη θέση, ισχυριζόμενοι, από τη μια πλευρά, ότι «η Αθήνα ούτε μπορεί να παίξει σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο στο πλαίσιο των ρωσικών σχεδιασμών, ούτε και θα έπρεπε να το επιδιώξει» (δική μου η έμφαση), αλλά και κλείνοντας, από την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο προβάλλοντας την άποψη που πρεσβεύω εδώ και αρκετό καιρό, υπέρ μιας καλοζυγισμένης μετατόπισης της χώρας μας προς την κατεύθυνση της Ρωσίας.
Η μερική αυτή προσέγγιση της πολιτικής που θεωρώ ενδεδειγμένη είναι, φαντάζομαι, καλύτερη από το τίποτε. Η κύρια ανησυχία μου όμως είναι ότι χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Οι πρόσφατες ρωσοτουρκικές συμφωνίες για τον South Stream αποδεικνύουν ότι η Τουρκία κινείται ταχύτατα, ενώ εμείς ακόμη αμφιταλαντευόμαστε. Δυστυχώς.
Εξάλλου οφείλουμε πλέον να στρέψουμε την προσοχή μας και στα δικά μας σφάλματα, διότι είναι εξίσου υπαίτια για τη δυσχερή μας θέση με τους όποιους εξωτερικούς παράγοντες. Οπως έγραψε ο λαμπρός Γάλλος διανοητής Michel de Montaigne σε ένα από τα διασημότερα δοκίμιά του, «όταν η κρίση μας προβαίνει σε μια μομφή εναντίον κάποιου άλλου ανθρώπου [...] τούτο δεν πρέπει να μας απαλλάσσει από μια εσωτερική διερεύνηση».
Με άλλα λόγια, δεν πρέπει μόνο να κατηγορούμε φίλους και εχθρούς για τις ατυχίες μας, αλλά να αναρωτιόμαστε κατά πόσον σε αυτό το αποτέλεσμα έχει συμβάλει και η δική μας συμπεριφορά. Και θεωρώ πως, στην περίπτωσή μας, η συμπεριφορά μας έχει όντως συμβάλει στα προβλήματά μας, για τους ακόλουθους βασικούς λόγους:
Πρώτον, έχουμε αφήσει να περάσει απαρατήρητο ένα ολόκληρο καλοκαίρι τουρκικών προκλήσεων, εκμεταλλευόμενοι (και ενθαρρύνοντας;) την επικέντρωση του Τύπου στη γρίπη των χοίρων, στις θερινές διακοπές, στο σκάνδαλο της Siemens (το οποίο, καλώς ή κακώς, ενδέχεται κάποια στιγμή να αποσοβηθεί, ώστε... να μην προκληθούν περισσότεροι και εντονότεροι πονοκέφαλοι), αλλά όχι στις κρισιμότατες εξωτερικές απειλές, και ειδικά στο πρόσφατο αμερικανικό non-paper που θέλει να καθίσουμε μαζί με τους Τούρκους και να συζητήσουμε για εδάφη και ύδατα που ανήκουν σε εμάς, αλλά που εσχάτως αποφάσισαν να τα διεκδικήσουν και οι Τούρκοι. Γιατί; Ρωτώ ξανά: ΓΙΑΤΙ;
Δεύτερον, για ποιο λόγο οι περισσότερες ηγετικές μορφές της αντιπολίτευσης έχουν υιοθετήσει τόσο χαμηλό προφίλ απέναντι σε αυτά τα ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας; Δεν είναι άραγε συνταγματικό τους καθήκον να επισημαίνουν τα τυχόν ελαττώματα στον χειρισμό των εθνικών ζητημάτων; Ή μήπως οι χαμηλοί τους τόνοι υποδηλώνουν ότι, σε γενικές γραμμές, συμφωνούν και οι ίδιοι με τον κυβερνητικό τρόπο χειρισμού της υποβόσκουσας κρίσης; Οταν όμως πρόκειται για τόσο κρίσιμα ζητήματα απαιτείται απόλυτη σαφήνεια, αν όχι (ιδεωδώς) κοινή αντίδραση.
Θα αποφύγουμε τον Χειμώνα της Δυσαρέσκειας; Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα εξωτερικά μας προβλήματα εάν πρώτα δεν κατανοήσουμε και δεν διορθώσουμε τις εσωτερικές μας αδυναμίες. Τα ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως πρέπει να λάβουν πλήρεις απαντήσεις προτού μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πόσο ετοιμοπόλεμοι είμαστε - και χρησιμοποιώ τον όρο υπό έννοια ηθική και διπλωματική, όχι στρατιωτική. Θεωρώ, λοιπόν, ότι δεν είμαστε καθόλου ετοιμοπόλεμοι, και ιδού γιατί ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο:
Η κυβέρνησή μας είναι αδύναμη όχι μόνο επειδή εξαρτάται από μία ψήφο, αλλά επειδή είναι πολυάριθμοι οι «υποστηρικτές» της που ενδιαφέρονται απλώς για το επόμενο πόστο τους και δείχνουν, αν κρίνει κανείς από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, να αφιερώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο στις μάχες για τη διαδοχή. Μπορεί ασφαλώς αυτή να είναι η εσφαλμένη άποψη ενός «εξωτερικού» παρατηρητή. Οπως όμως και αν έχει το πράγμα, θεωρώ ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά θυμίζει έντονα τη λογική που επικρατεί στις καταρρέουσες αυτοκρατορίες και στα βυθιζόμενα πλοία: καθένας για τον εαυτό του.
Είμαστε αδύναμοι επειδή έχουμε αδύναμη αντιπολίτευση. Το στοιχείο αυτό αποτελεί «πλεονέκτημα» για την παραπαίουσα κυβέρνηση, όχι όμως και για τη χώρα στο σύνολό της. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης έγκειται στο γεγονός ότι, σε εξωτερικό επίπεδο, δίνει την εντύπωση -και ίσως κάνω λάθος- πως είναι πολύ πιο δεκτική προς τις αμερικανικές απόψεις από όσο θα επιθυμούσαν πολλοί Ελληνες.
Η χώρα μας είναι αδύναμη διότι, και αν ακόμη νικήσει η σημερινή αντιπολίτευση στις επόμενες εκλογές, οι δημοσκοπήσεις και οι εκλογικές στρατηγικές δείχνουν ότι, πιθανότατα, κανένα κόμμα δεν θα έχει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Η πιθανότητα αυτή μπορεί να ευχαριστεί κάποιους μηχανορράφους του πολιτικού χώρου, που ελπίζουν ότι θα έχουν έτσι μια μοναδική ευκαιρία να σχηματίσουν τεχνητές συμμαχίες και άρα να ασκήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην πολιτική ζωή του τόπου. Η ιστορία, όμως, καθόλου δεν συμφωνεί με την ιδέα ότι το είδος του χάους που βιώνουμε σήμερα μπορεί να θεραπευτεί μέσω παρασκηνιακών κινήσεων και μηχανορραφιών, οι οποίες, τις πιο πολλές φορές, εξυπηρετούν μόνο προσωπικές φιλοδοξίες.
Καθώς και τα δύο κόμματα διαπληκτίζονται για τα σκάνδαλα ή/και την αποσταθεροποίηση ενός επιτυχούς και δημοφιλούς Προέδρου της Δημοκρατίας, η ανεργία θα συνεχίσει, κατά πάσα πιθανότητα, να αυξάνεται, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα μεγαλώσει, οι ακάλυπτες επιταγές θα δημιουργήσουν νέες δυσχέρειες, η εγκληματικότητα θα περιμένει πάντα μια βιώσιμη λύση, η λαθρομετανάστευση θα παραμείνει απειλητική - αν και, χάρη στη βοήθεια του Γάλλου επιτρόπου Ζακ Μπαρό (έπειτα από πρωτοβουλία, ας σημειωθεί, του Ελληνα υπουργού Εσωτερικών, και όχι Εξωτερικών), έχουν αρχίσει τουλάχιστον να λαμβάνονται κάποια μέτρα.
Εάν σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα προσθέσουμε και την υποβόσκουσα κρίση στο εξωτερικό, αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες να ζήσουμε φέτος τον δικό μας Χειμώνα της Δυσαρέσκειας. Και η προσωπική μου ανησυχία σχετίζεται με το γεγονός ότι, σε στιγμές ανάλογης κρίσης, χαμένοι βγαίνουν κατά κανόνα η χώρα και οι «άνθρωποι του λαού».
Γενικό συμπέρασμαΚατά τη γνώμη μου, oι επόμενοι τέσσερις μήνες θα είναι από τους πιο κρίσιμους στην πρόσφατη Ελληνική Ιστορία. Ο βασικός κίνδυνος αφορά την επιθυμία της Αμερικής, του ΝΑΤΟ και της σουηδικής προεδρίας της ΕΕ να υποχρεώσουν την Ελλάδα να επιλύσει μέσω διαπραγματεύσεων τα προβλήματα, αφενός, της ονομασίας της ΠΓΔΜ και, αφετέρου, των εντεινόμενων αξιώσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη αυτής της τελευταίας στην ΕΕ.
Αυτές οι πιέσεις από πλευράς «συμμάχων» είναι απαράδεκτες. Ακόμη πιο δυσοίωνη όμως είναι η διαφαινόμενη νοοτροπία πίσω από αυτές τις πιέσεις, σύμφωνα με την οποία πρέπει -κατά κάποιον τρόπο- να απομακρυνθούν από τα αξιώματά τους ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπούλιας, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο για ένα ακόμη απροσδόκητο «Βουκουρέστι» (και αναφέρομαι στον δεξιοτεχνικό χειρισμό του Ελληνα πρωθυπουργού, που την έφερε με τον πιο έξυπνο τρόπο στους Αμερικανούς).
Μια τόσο κυνική νοοτροπία μπορεί μόνο να απορρέει από την άποψη -άποψη αβάσιμη, θέλω να πιστεύω- ότι οι Ελληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι μπορεί να αποδειχτούν πιο ευπροσάρμοστοι σε αυτού του είδους τα σχέδια σε σχέση με τον πρωθυπουργό. Καθώς οσμίζομαι συνωμοσίες στην ατμόσφαιρα, θεωρώ καθήκον μου να προειδοποιήσω τους συμπατριώτες μου για τους ελλοχεύοντες κινδύνους.
Βασίλης Μαρκεζίνης* "Έθνος" 30-8-2009
Ο Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του "σερ", είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
Παρ’ όλα αυτά, ως πολιτικός με σαφή επίγνωση των εξελίξεων και των γεγονότων, είναι μάλλον απίθανο να μην αισθάνεται ότι δεν έχει και τόσους λόγους πανηγυρισμού.
Έτσι όσον αφορά τα εσωτερικά θέματα, το μείζον πρόγραμμά του -ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης του αμερικανικού συστήματος υγείας- είναι μεν αναγκαίο, αλλά, επί του παρόντος, βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Η οικονομική ανάκαμψη της χώρας του είναι ακόμη αμφίβολη. Η ανάγκη για περαιτέρω οικονομικές ενέσεις τόνωσης των αμερικανικών βιομηχανιών παραμένει υπαρκτή. O τρόπος που χειρίστηκε το ζήτημα του επαίσχυντου Γκουαντάναμο δεν του απέφερε επαίνους (αν και, για το ευρύ κοινό, το ζήτημα αυτό έχει πλέον αρχίσει να περνά σε δεύτερη μοίρα).
Οσον αφορά τα εξωτερικά θέματα, η κατάσταση είναι πιο μελαγχολική, μια και σταδιακά η πολιτική του Ομπάμα προσελκύει πλέον τον χειρότερο όλων των χαρακτηρισμών -κρινόμενη ως προς την ουσία της, ασφαλώς, και όχι με βάση τη δημιουργία εντυπώσεων-, ως «συνέχεια της στρατηγικής Μπους/Τσένι».
Η δήλωση αυτή μοιάζει ίσως υπερβολικά σκληρή, αλλά, εάν εξετάσει κανείς τις συνιστώσες της, δεν είναι εντέλει τόσο αδικαιολόγητη.
Πιο συγκεκριμένα: ο πρόεδρος Ομπάμα ελάχιστη πρόοδο έχει σημειώσει όσον αφορά τις σχέσεις του με τη Ρωσία. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί σοβαρά από τη συστηματική τάση των Αμερικανών να υποτιμούν τη διεθνή σπουδαιότητά της.
Η Αμερική στα λόγια, εάν όχι και στις πράξεις (εφόσον ελάχιστα μπορεί όντως να κάνει), παραμένει επίσης προκλητική όσον αφορά τη Γεωργία και την Ουκρανία. Οι σχέσεις της με την Ευρώπη παραμένουν χλιαρές, ενώ ταυτόχρονα η σημερινή Γερμανία προσεταιρίζεται όλο και περισσότερο τη Ρωσία στο πλαίσιο ζητημάτων που δεν περιορίζονται πλέον στον ενεργειακό τομέα.
Κοιτάζοντας πιο πέρα βλέπουμε πως o πόλεμος στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν παραμένει εκκρεμής και αιματηρός όσο ποτέ άλλοτε, ενώ το οικονομικό κόστος του για τις ΗΠΑ (συνυπολογιζόμενης της διατήρησης στρατευμάτων στο Ιράκ) κατά το τρέχον έτος θα υπερβεί τα 730 δισ. δολάρια.
Η «συγκράτηση» του διαρκώς εντεινόμενου ισραηλινού επεκτατισμού εγείρει επίσης ανυπέρβλητες δυσκολίες, παρά τις επικοινωνιακές προσπάθειες να καλυφθεί η πραγματική κατάσταση. Τέλος, το φλέγον ζήτημα του Ιράν ενδέχεται σύντομα να εισέλθει σε μια νέα, πολύ πιο επικίνδυνη φάση. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα πολλαπλά προβλήματα που υποβόσκουν στις σχέσεις της Αμερικής με το Μεξικό, την ανεπίλυτη διένεξη με την Κορέα, καθώς και την εντεινόμενη οικονομική αντιπαλότητα με την Κίνα που εξελίσσεται σήμερα στη Βραζιλία, σαφέστατα διαπιστώνουμε όχι μόνον ότι η αμερικανική ηγεμονία δεν είναι ακμαία, αλλά ότι η όλη κατάσταση δύσκολα θα δικαιολογούσε το οποιοδήποτε αίσθημα χαράς ή ικανοποίησης.
Η υποβόσκουσα κρίση μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας
Μέσα σε ακριβώς αυτό το πλαίσιο, και όχι μεμονωμένα, οφείλουμε να εξετάσουμε και την κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στη χώρα μας και την Τουρκία. Το επισημαίνω αυτό για λογαριασμό του μέσου αναγνώστη, ο οποίος έχει συνηθίσει να λαμβάνει μόνο επαναλαμβανόμενες και καθησυχαστικές δηλώσεις από το υπουργείο Εξωτερικών μας.
Οι δηλώσεις αυτές περιστρέφονται γύρω από δύο κεντρικές ιδέες που αφορούν τις διμερείς σχέσεις, αλλά λίγο-πολύ αγνοούν την επίδραση του ευρύτερου γεωπολιτικού συστήματος στη διαμόρφωση των αμερικανικών προθέσεων για την Τουρκία και, εμμέσως, για την Ελλάδα ως τον τελευταίο τροχό αυτής της άμαξας.
Η πρώτη ιδέα/διαβεβαίωση είναι ότι αντιμετωπίζουμε τις καθημερινές τουρκικές προκλήσεις με ηρεμία και ψύχραιμη σκέψη, γνωρίζοντας ότι το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας. Σύμφωνα με τη δεύτερη ιδέα, η παρούσα επιθετική στάση της Τουρκίας αποτελεί «εποχικό φαινόμενο», διόλου πρωτόγνωρο, και άρα είναι απλώς ακόμη ένα από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ηρεμία σε σχέση με τη γείτονα χώρα.
Διαφωνώ και με τις δύο αυτές ιδέες, για τρεις διαφορετικούς λόγους.
Κατά πρώτο λόγο, η τουρκική εξωτερική πολιτική επηρεάζεται πλέον όλο και λιγότερο από τους παράγοντες που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση, και ειδικότερα από την προσπάθεια των κεμαλιστών στρατηγών να παραμείνουν υπολογίσιμος παράγοντας στη χώρα τους. Τo λέω αυτό διότι ο κ. Ερντογάν συνεχίζει επιτυχώς τις πολιτικές του κ. Γκιουλ και του Τ. Οζάλ, αποδυναμώνοντας όλο και περισσότερο τον παλιό αυτόν προμαχώνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Σήμερα στη συλλογιστική βάση της τουρκικής επιθετικότητας βρίσκεται, όπως προσπάθησα να εξηγήσω σε προηγούμενο άρθρο μου στο «Εθνος της Κυριακής», μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη, πολυδιάστατη και συντονισμένη εξωτερική πολιτική, την οποία ανέπτυξαν προοδευτικά και θέτουν πλέον σε εφαρμογή οι κ.κ. Νταβούτογλου και Ερντογάν. Η αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θα έπρεπε επομένως να προσαρμοστεί καταλλήλως, να εκσυγχρονιστεί και να διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το σύνθετο σχέδιο δράσης, που είναι πρωτόγνωρο με τα μέχρι τώρα τουρκικά δεδομένα. Οπως και αρκετοί άλλοι πολίτες, αναμένω και εγώ σαφείς αποδείξεις μιας μελετημένης και συντονισμένης ελληνικής αντίδρασης, αλλά, μέχρι στιγμής, μάταια.
Κατά δεύτερο λόγο, διαφωνώ με τη συχνή επίκληση του διεθνούς δικαίου ως παράγοντα που είναι με το μέρος μας και άρα καθιστά τη χώρα μας απόρθητη. Διαφωνώ με αυτήν την προσέγγιση όχι επειδή δεν τρέφω σεβασμό γι’ αυτόν τον κλάδο του δικαίου -πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε, τη στιγμή που ως νομικός ασχολούμαι με αυτά τα θέματα-, αλλά επειδή γνωρίζω, όπως γνωρίζει και η κυβέρνηση, ότι και εμείς οι ίδιοι δεν τολμούμε να εφαρμόσουμε πρακτικά το διεθνές δίκαιο.
Αρκεί ένα και μόνο παράδειγμα, για του λόγου το αληθές. Παρότι, λοιπόν, το διεθνές δίκαιο μάς δίνει το δικαίωμα να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, εμείς δεν τολμούμε να ασκήσουμε το δικαίωμα αυτό στην πράξη, δεδομένης της απειλής της Τουρκίας ότι θα το εκλάβει ως casus belli.
Θεωρητικά υπάρχουν πάντα τρόποι να αντιδράσει κανείς στα φαινομενικά αδιέξοδα, υπό τον όρο, βεβαίως, ότι μπορεί να σκεφτεί ελεύθερα και πρωτότυπα. Το ζήτημα όμως είναι: «Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο;».
Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα (2008), με τίτλο «Για το ζήτημα του Αιγαίου - Τα πετρέλαια, ο Μάρτης του ‘87, οι «συνοριακές διαφορές», η Ευρωπαϊκή Ενωση και η «ενεργειακή γέφυρα»», ο πρώην υπουργός Αναστάσιος Ι. Πεπονής έγραψε (σ. 161) ότι «η Ελλάδα μπορεί, με σωστή εκτίμηση των δεδομένων, να προπαρασκευάσει και να προχωρήσει σε διαφοροποιημένες κατά περιοχή επεκτάσεις της χωρικής της θάλασσας στο Αιγαίο, ασκώντας ευχέρεια που αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο». (Χρησιμοποίησα πλάγια στοιχεία σε αρκετές λέξεις, θέλοντας να δείξω πόσο προσεκτικά γράφει ο κ. Πεπονής.)
Δεν υποστηρίζω, στο συγκεκριμένο σημείο, ότι αυτή είναι υποχρεωτικά η λύση. Ούτε και ο κ. Πεπονής, νομίζω, υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Τα ζητήματα αυτά, ας μην ξεχνάμε, είναι πολύ περίπλοκα και δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν στο στενό πλαίσιο ενός άρθρου εφημερίδας. Αυτό πάντως που υποστηρίζω είναι ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε ρεαλιστικά σχέδια με σκοπό να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της χώρας μας, όπως πολύ χαρακτηριστικά έκανε το 1987 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αναγκάζοντας τελικά την Τουρκία να εγκαταλείψει την επιθετική της στάση.
Οσον αφορά τη σημερινή κρίση, δεν έχω διαβάσει μέχρι τώρα παρά μόνο κάποιες παρασκηνιακές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Αμερικανοί θέλουν να συναντηθούμε με τους Τούρκους και να λύσουμε όλα μας τα προβλήματα διαμιάς. Είναι προφανώς αδύνατον να αποβεί λυσιτελής μια τέτοια πρόταση. Κι επιπλέον, θα ήταν ντροπή για οποιονδήποτε Ελληνα πολιτικό να καθίσει σε ένα τέτοιο τραπέζι διαπραγματεύσεων!
Αυτή είναι η γνώμη ενός πατριώτη, αν και γνωρίζει και αυτός και όλοι οι αναγνώστες ότι οι Αμερικανοί δεν θα ησυχάσουν μέχρις ότου μας επιβάλουν την πρόθεσή τους.
Τέλος διαφωνώ με τις καθησυχαστικές, αλλά κοινότοπες δηλώσεις στις οποίες προβαίνει το υπουργείο Εξωτερικών μας ότι έχει την όλη κατάσταση υπό έλεγχο, διότι απλούστατα, όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες μου, δεν πιστεύω ότι αυτό αληθεύει.
Η επίδειξη ψυχραιμίας και αυτοκυριαρχίας, όταν δεν συνοδεύεται από επιχειρήματα, πράξεις, αποτελέσματα, υποδηλώνει αδυναμία, όχι δύναμη. Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας δείχνει ότι και οι Τούρκοι συμμερίζονται ακριβώς την ίδια άποψη γι’ αυτές τις δηλώσεις, μια και προφανώς τις αντιμετωπίζουν με πλήρη αδιαφορία.
Κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ πιο υπεύθυνη στάση να βγει κανείς και να μιλήσει ανοιχτά στους πολίτες της χώρας, να τους πει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα και, αν είναι αρκετά θαρραλέος (πράγμα μάλλον απίθανο), να τους υπενθυμίσει ποιοι μπορεί να κρύβονται πίσω από αυτές τις ανούσιες διαβεβαιώσεις, προσπαθώντας να μας εξωθήσουν σε συζητήσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική μας κυριαρχία.
Πράγματι -για να επανέλθουμε στο επιχείρημα που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική- δεν θεωρούνται άραγε ελληνικές εδώ και εβδομήντα χρόνια, και μάλιστα βάσει του διεθνούς νομικού καθεστώτος, οι βραχονησίδες που διεκδικεί σήμερα η Τουρκία; Οι πρόσφατες παραβιάσεις του εναέριου και του θαλάσσιου χώρου μας δεν μπορεί παρά να αποσκοπούν στην καθιέρωση μιας de facto κατάστασης, την οποία, εν ευθέτω χρόνω, η Τουρκία μπορεί να «ρίξει» στο τραπέζι των συζητήσεων ως «διαπραγματευτικό ατού». Λυπούμαι που το λέω, αλλά το θεωρώ απολύτως λογικό η Τουρκία να εκμεταλλευτεί αυτό το επιχείρημα σε νομικό επίπεδο. Κοντολογίς, το ξαναλέω: η Ελλάδα κινδυνεύει!
Η αδυναμία της Ελλάδας σε μια επικείμενη διαμάχη
Οταν κανείς διακρίνει προβλήματα στον ορίζοντα, οφείλει να προειδοποιεί τον λαό του. Και προσωπικά διακρίνω. Αυτό μάλιστα που αντιλαμβάνομαι ως πρωταρχικό πρόβλημα -και εξυπακούεται πως μπορεί κανείς να έχει διαφορετική γνώμη- είναι δισδιάστατο. Περιέργως, όμως, καμία από τις δύο «διαστάσεις» ή όψεις του δεν σχετίζεται με την Τουρκία. Τουναντίον, αμφότερες σχετίζονται με εμάς και τους φίλους μας. Και λέγοντας «φίλους μας» εννοώ την Αμερική και την Ευρώπη.
Οποιοσδήποτε έχει διαβάσει τις απόψεις που έχω διατυπώσει σε αρκετά άρθρα μου κατά τα δύο τελευταία χρόνια θα έχει ενδεχομένως προσέξει τη βαθιά μου θλίψη για τη στάση της Αμερικής απέναντί μας, αλλά και την εξίσου βαθιά ανησυχία μου για την ικανότητα των Ευρωπαίων συμμάχων μας να μας βοηθήσουν ουσιαστικά σε μια κρίσιμη στιγμή. Εξακολουθώ να φοβούμαι ότι, εάν ποτέ εμπλεκόμασταν σε μια ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία, το μέγιστο που θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν αυτοί οι φίλοι είναι μια «συμφωνία» ανάλογη αυτής των Ιμίων. Κατά τη γνώμη μου, μία μάς αρκεί!
Η απάντησή μου για ένα τέτοιο ενδεχόμενο -η καλύτερη απάντηση που μπόρεσα να σκεφτώ, έστω και αν δεν έτυχε ευρύτερης επιδοκιμασίας- ήταν πως πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε νέους φίλους. Οι σχετικές μου επισημάνσεις αγνοήθηκαν, ενώ, σε προσωπικό κύκλο, δέχτηκα και την κατηγορία πως γερνώντας είχα γίνει ρωσόφιλος.
Οι κατηγορίες, όμως, που δεν βασίζονται σε επιχειρήματα, αλλά σε προκαταλήψεις, με αφήνουν τελείως αδιάφορο. Αντιθέτως, με μεγάλο ενδιαφέρον βλέπω σήμερα ότι κάποιοι έγκυροι αρθρογράφοι -λ.χ. ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ- μετακινήθηκαν πρόσφατα (βλ. «Καθημερινή», 15 Αυγούστου 2009) προς μια εμφανώς διφορούμενη θέση, ισχυριζόμενοι, από τη μια πλευρά, ότι «η Αθήνα ούτε μπορεί να παίξει σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο στο πλαίσιο των ρωσικών σχεδιασμών, ούτε και θα έπρεπε να το επιδιώξει» (δική μου η έμφαση), αλλά και κλείνοντας, από την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο προβάλλοντας την άποψη που πρεσβεύω εδώ και αρκετό καιρό, υπέρ μιας καλοζυγισμένης μετατόπισης της χώρας μας προς την κατεύθυνση της Ρωσίας.
Η μερική αυτή προσέγγιση της πολιτικής που θεωρώ ενδεδειγμένη είναι, φαντάζομαι, καλύτερη από το τίποτε. Η κύρια ανησυχία μου όμως είναι ότι χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Οι πρόσφατες ρωσοτουρκικές συμφωνίες για τον South Stream αποδεικνύουν ότι η Τουρκία κινείται ταχύτατα, ενώ εμείς ακόμη αμφιταλαντευόμαστε. Δυστυχώς.
Εξάλλου οφείλουμε πλέον να στρέψουμε την προσοχή μας και στα δικά μας σφάλματα, διότι είναι εξίσου υπαίτια για τη δυσχερή μας θέση με τους όποιους εξωτερικούς παράγοντες. Οπως έγραψε ο λαμπρός Γάλλος διανοητής Michel de Montaigne σε ένα από τα διασημότερα δοκίμιά του, «όταν η κρίση μας προβαίνει σε μια μομφή εναντίον κάποιου άλλου ανθρώπου [...] τούτο δεν πρέπει να μας απαλλάσσει από μια εσωτερική διερεύνηση».
Με άλλα λόγια, δεν πρέπει μόνο να κατηγορούμε φίλους και εχθρούς για τις ατυχίες μας, αλλά να αναρωτιόμαστε κατά πόσον σε αυτό το αποτέλεσμα έχει συμβάλει και η δική μας συμπεριφορά. Και θεωρώ πως, στην περίπτωσή μας, η συμπεριφορά μας έχει όντως συμβάλει στα προβλήματά μας, για τους ακόλουθους βασικούς λόγους:
Πρώτον, έχουμε αφήσει να περάσει απαρατήρητο ένα ολόκληρο καλοκαίρι τουρκικών προκλήσεων, εκμεταλλευόμενοι (και ενθαρρύνοντας;) την επικέντρωση του Τύπου στη γρίπη των χοίρων, στις θερινές διακοπές, στο σκάνδαλο της Siemens (το οποίο, καλώς ή κακώς, ενδέχεται κάποια στιγμή να αποσοβηθεί, ώστε... να μην προκληθούν περισσότεροι και εντονότεροι πονοκέφαλοι), αλλά όχι στις κρισιμότατες εξωτερικές απειλές, και ειδικά στο πρόσφατο αμερικανικό non-paper που θέλει να καθίσουμε μαζί με τους Τούρκους και να συζητήσουμε για εδάφη και ύδατα που ανήκουν σε εμάς, αλλά που εσχάτως αποφάσισαν να τα διεκδικήσουν και οι Τούρκοι. Γιατί; Ρωτώ ξανά: ΓΙΑΤΙ;
Δεύτερον, για ποιο λόγο οι περισσότερες ηγετικές μορφές της αντιπολίτευσης έχουν υιοθετήσει τόσο χαμηλό προφίλ απέναντι σε αυτά τα ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας; Δεν είναι άραγε συνταγματικό τους καθήκον να επισημαίνουν τα τυχόν ελαττώματα στον χειρισμό των εθνικών ζητημάτων; Ή μήπως οι χαμηλοί τους τόνοι υποδηλώνουν ότι, σε γενικές γραμμές, συμφωνούν και οι ίδιοι με τον κυβερνητικό τρόπο χειρισμού της υποβόσκουσας κρίσης; Οταν όμως πρόκειται για τόσο κρίσιμα ζητήματα απαιτείται απόλυτη σαφήνεια, αν όχι (ιδεωδώς) κοινή αντίδραση.
Θα αποφύγουμε τον Χειμώνα της Δυσαρέσκειας; Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα εξωτερικά μας προβλήματα εάν πρώτα δεν κατανοήσουμε και δεν διορθώσουμε τις εσωτερικές μας αδυναμίες. Τα ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως πρέπει να λάβουν πλήρεις απαντήσεις προτού μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πόσο ετοιμοπόλεμοι είμαστε - και χρησιμοποιώ τον όρο υπό έννοια ηθική και διπλωματική, όχι στρατιωτική. Θεωρώ, λοιπόν, ότι δεν είμαστε καθόλου ετοιμοπόλεμοι, και ιδού γιατί ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο:
Η κυβέρνησή μας είναι αδύναμη όχι μόνο επειδή εξαρτάται από μία ψήφο, αλλά επειδή είναι πολυάριθμοι οι «υποστηρικτές» της που ενδιαφέρονται απλώς για το επόμενο πόστο τους και δείχνουν, αν κρίνει κανείς από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, να αφιερώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο στις μάχες για τη διαδοχή. Μπορεί ασφαλώς αυτή να είναι η εσφαλμένη άποψη ενός «εξωτερικού» παρατηρητή. Οπως όμως και αν έχει το πράγμα, θεωρώ ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά θυμίζει έντονα τη λογική που επικρατεί στις καταρρέουσες αυτοκρατορίες και στα βυθιζόμενα πλοία: καθένας για τον εαυτό του.
Είμαστε αδύναμοι επειδή έχουμε αδύναμη αντιπολίτευση. Το στοιχείο αυτό αποτελεί «πλεονέκτημα» για την παραπαίουσα κυβέρνηση, όχι όμως και για τη χώρα στο σύνολό της. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης έγκειται στο γεγονός ότι, σε εξωτερικό επίπεδο, δίνει την εντύπωση -και ίσως κάνω λάθος- πως είναι πολύ πιο δεκτική προς τις αμερικανικές απόψεις από όσο θα επιθυμούσαν πολλοί Ελληνες.
Η χώρα μας είναι αδύναμη διότι, και αν ακόμη νικήσει η σημερινή αντιπολίτευση στις επόμενες εκλογές, οι δημοσκοπήσεις και οι εκλογικές στρατηγικές δείχνουν ότι, πιθανότατα, κανένα κόμμα δεν θα έχει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Η πιθανότητα αυτή μπορεί να ευχαριστεί κάποιους μηχανορράφους του πολιτικού χώρου, που ελπίζουν ότι θα έχουν έτσι μια μοναδική ευκαιρία να σχηματίσουν τεχνητές συμμαχίες και άρα να ασκήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην πολιτική ζωή του τόπου. Η ιστορία, όμως, καθόλου δεν συμφωνεί με την ιδέα ότι το είδος του χάους που βιώνουμε σήμερα μπορεί να θεραπευτεί μέσω παρασκηνιακών κινήσεων και μηχανορραφιών, οι οποίες, τις πιο πολλές φορές, εξυπηρετούν μόνο προσωπικές φιλοδοξίες.
Καθώς και τα δύο κόμματα διαπληκτίζονται για τα σκάνδαλα ή/και την αποσταθεροποίηση ενός επιτυχούς και δημοφιλούς Προέδρου της Δημοκρατίας, η ανεργία θα συνεχίσει, κατά πάσα πιθανότητα, να αυξάνεται, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα μεγαλώσει, οι ακάλυπτες επιταγές θα δημιουργήσουν νέες δυσχέρειες, η εγκληματικότητα θα περιμένει πάντα μια βιώσιμη λύση, η λαθρομετανάστευση θα παραμείνει απειλητική - αν και, χάρη στη βοήθεια του Γάλλου επιτρόπου Ζακ Μπαρό (έπειτα από πρωτοβουλία, ας σημειωθεί, του Ελληνα υπουργού Εσωτερικών, και όχι Εξωτερικών), έχουν αρχίσει τουλάχιστον να λαμβάνονται κάποια μέτρα.
Εάν σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα προσθέσουμε και την υποβόσκουσα κρίση στο εξωτερικό, αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες να ζήσουμε φέτος τον δικό μας Χειμώνα της Δυσαρέσκειας. Και η προσωπική μου ανησυχία σχετίζεται με το γεγονός ότι, σε στιγμές ανάλογης κρίσης, χαμένοι βγαίνουν κατά κανόνα η χώρα και οι «άνθρωποι του λαού».
Γενικό συμπέρασμαΚατά τη γνώμη μου, oι επόμενοι τέσσερις μήνες θα είναι από τους πιο κρίσιμους στην πρόσφατη Ελληνική Ιστορία. Ο βασικός κίνδυνος αφορά την επιθυμία της Αμερικής, του ΝΑΤΟ και της σουηδικής προεδρίας της ΕΕ να υποχρεώσουν την Ελλάδα να επιλύσει μέσω διαπραγματεύσεων τα προβλήματα, αφενός, της ονομασίας της ΠΓΔΜ και, αφετέρου, των εντεινόμενων αξιώσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη αυτής της τελευταίας στην ΕΕ.
Αυτές οι πιέσεις από πλευράς «συμμάχων» είναι απαράδεκτες. Ακόμη πιο δυσοίωνη όμως είναι η διαφαινόμενη νοοτροπία πίσω από αυτές τις πιέσεις, σύμφωνα με την οποία πρέπει -κατά κάποιον τρόπο- να απομακρυνθούν από τα αξιώματά τους ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπούλιας, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο για ένα ακόμη απροσδόκητο «Βουκουρέστι» (και αναφέρομαι στον δεξιοτεχνικό χειρισμό του Ελληνα πρωθυπουργού, που την έφερε με τον πιο έξυπνο τρόπο στους Αμερικανούς).
Μια τόσο κυνική νοοτροπία μπορεί μόνο να απορρέει από την άποψη -άποψη αβάσιμη, θέλω να πιστεύω- ότι οι Ελληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι μπορεί να αποδειχτούν πιο ευπροσάρμοστοι σε αυτού του είδους τα σχέδια σε σχέση με τον πρωθυπουργό. Καθώς οσμίζομαι συνωμοσίες στην ατμόσφαιρα, θεωρώ καθήκον μου να προειδοποιήσω τους συμπατριώτες μου για τους ελλοχεύοντες κινδύνους.
Βασίλης Μαρκεζίνης* "Έθνος" 30-8-2009
Ο Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του "σερ", είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.