Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

Η ανάμνηση της φτώχειας ως καθοριστική παράμετρος διαπαιδαγώγησης


Παραμονή Πρωτοχρονιάς συζητούσα με δύο εξαίρετους νέους, τέλος πάντων νεότερους μου, ο ένας κοντά στα 30, ο άλλος κοντά στα 40. Συζητούσαμε σαν φίλοι, πολιτισμένοι και αλληλοεκτιμώμενοι, ανταλλάσσαμε ροκιές και κοπλιμέντα, δίναμε έναν τόνο εορταστικό και φιλάλληλο σε μια χρονιά που ανέτελλε σκυθρωπή όσο να ‘ναι. Και ανακάλυπτα με ευχάριστη έκπληξη ότι, παρ’ όλη την πνευματική έλξη, δεν μοιραζόμασταν τα ίδια στερεότυπα.
Το σημαντικότερο στερεότυπο, γύρω από το οποίο βουίζαμε σαν διψασμένες μέλισσες, ήταν η οικογένεια. Πολύ αδρά, σχεδόν απλουστευτικά: οι συνομιλητές μου υποστήριζαν ότι η ελληνική οικογένεια είναι καταπιεστική έως ευνουχιστική· εγώ υποστήριζα ότι η μεγαλύτερη καταπίεση που ασκεί η ελληνική οικογένεια είναι το παραχάιδεμα των κανακάρηδων και των πριγκιπέσων, δηλαδή μια αντίστροφη καταπίεση, μια υπερπροσφορά ευκολιών και προστασίας, που πνίγει, μπουκώνει και καθηλώνει. Αλλά ποιος φταίει περισσότερο; Η υπερπροστατευτική και υπερταϊστική Ελληνίδα μάνα, η “σου άφησα σκεπασμένο το φαΐ, αν αργήσεις” και “βάλε το κασκόλ, γύρισε χιονιάς”; Ή ο μαντράχαλος και η μουλάρα των 25-30 χρονών που σιτίζονται από το χαρτζιλίκι των συνταξιούχων γονιών περιμένοντας τη μεγάλη καριέρα και την αναγνώριση των πριγκιπικών προσόντων;
Το θέτω τόσο αδρά, για να φτάσουμε σε μερικές διαπιστώσεις. Ας πούμε, οι γονείς των σημερινών 20-40 ευθύνονται για την απόκρυψη των υλικών δυσχερειών του βίου από τους γόνους τους ― όσοι τουλάχιστον γνώρισαν ένδεια και δυσκολία. Η ανάμνηση της φτώχειας τους οδήγησε να την αποκρύψουν, και να υπερκαλύψουν τα μανάρια με πλησμονή υλικών αγαθών· να τα αναστήσουν σαν πρίγκιπες, με ιδιωτικά σχολεία, ιδιαίτερα, πολυτελή ρούχα και παιχνίδια, ταξίδια, σπουδές εξωτερικού, ακόμη και όταν αυτές οι δαπάνες στράγγιζαν το οικογενειακό βαλάντιο. Οι γονείς είχαν ξεπεράσει την ανέχεια και την ταπεινή καταγωγή, είχαν ενσωματωθεί στο Μεσαίο· οι γόνοι έπρεπε να απογειωθούν στο Ανώτερο, να εκπληρώσουν το όνειρο: κοσμοπολιτισμός, μετασπουδές, εκλέπτυνση. Μια αναδυόμενη αργόσχολη τάξη. Αλλά από πού θα αντλούσαν πόρους αυτοί οι δανδήδες;
Ακόμη και χωρίς την κρίση, και πριν απ’ αυτήν, όλη αυτή η απόκρυψη και το παραχάιδεμα, οι προβολές των γονιών πάνω στους γόνους, η υπεραναπλήρωση, είχαν ήδη οδηγήσει στον φενακισμό και από ‘κει απευθείας στη ματαίωση. Οι βλαστοί μεγάλωναν τρυφηλοί, υπερενημερωμένοι, ποπ, ευαίσθητοι, και ανυπεράσπιστοι, σε έναν κόσμο αυξανόμενης σκληρότητας, ερημίας και ατομοκεντρισμού. Η κρίση είχε εμφανιστεί, δομική και αμείλικτη, στην εργασία και στις σχέσεις, πολύ πριν από το χρηματοπιστωτικό και εθνικό κραχ. Υπό μία έννοια, η ενδημική αμεριμνησία των πριγκιπικών γόνων και των υπερδανεισμένων οικογενειών τους προοικονομούσε την κατάληξη ενός λαού που ζούσε με δανεικά από το μέλλον, διαρρηγνύοντας τους δεσμούς με το παρελθόν, παραχώνοντας τη μισητή σβουνιά της καταγωγής.
Η οικογένεια πέθανε. Χμμ… Ποια οικογένεια ακριβώς; Η ελληνική, η υπερπροστατευτική… Αυτή που εικονογραφεί γκροτέσκα η ταινία “Κυνόδοντας”. Μα περιγράφει την ελληνική οικογένεια, τη μικροαστική και λαϊκή, τη μεσαία, το σετ ψυχοπαθών που βιαιοπραγούν γύρω από μια πισίνα, σε μια περίκλειστη έπαυλη; Πιστεύω ότι αυτή και άλλες ποπ απεικονίσεις οικογένειας στην πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή αντηχούν μια θεμελιώδη αδυναμία των δημιουργών τους· αδυναμία να αφουγκραστούν το πραγματικό, αδυναμία να αφουγκραστούν το κύριο: την υπερχειλίζουσα πολυσθενή σχέση του μέσα με το έξω, του ενός με τους πολλούς, του ανθρώπου με το πετσί του, με το πρόσωπό του. Αδυναμία να αφουγκραστούν την αγάπη σαν κατόρθωμα, και σαν θεμελιώδη προϋπόθεση του Εγώ κινούμενου προς τον Άλλο. (Κάτι που το είδε και το υποστασίωσε συγκινητικά η έκκεντρη “Στρέλα”.) Ο φερ’ ειπείν Κυνόδοντας, και κάθε Κυνόδοντας, αντλεί την αλήθεια της αφήγησης του από κατασκευές, από άλλες αφηγήσεις, αντλεί από φόρμες και καταλήγει σε φόρμα, κενή περιεχομένου· είναι ένα simulacrum, ομοίωμα που έχει λησμονήσει πια το μακρινό του πρωτότυπο· καθότι δεν μετουσιώνει καμιά πραγματικότητα, απλώς κάνει κόπι-πέιστ τις αναφορές του. Κατά τούτο, μοιάζει με τη διάχυτη στάση των μορφωμένων νέων που μεμψιμοιρούν για την ευνουχιστική οικογένεια, και εννοούν όχι τη δική τους, αλλά την οικογένεια που έχουν δει στις ταινίες του Χάνεκε και του Δόγματος. Ωσάν η ζωή να αντλείται από την τέχνη…
Υλικές προϋποθέσεις, κοινωνικοψυχολογικοί όροι, αισθητικά και φαντασιωσικά συμφραζόμενα. Και η ειρωνεία: η γενιά η πιο ποτισμένη, εκουσίως και ακουσίως, από τον ατομικισμό αποφεύγει την ατομική ευθύνη, την ενηλικίωση λ.χ., και κλαυθμηρίζει για τη βαριά φτερούγα της καταγωγικής οικογένειας. Μα ακριβώς αυτή η ειρωνεία είναι η πιο τρυφερή αντίφαση που τυλίγει τούτη τη γενιά, των αγαπημένων φίλων και των παιδιών μας.
[ εικόνα: Δημήτρης Πικιώνης (Μουσείο Μπενάκη, κτίριο Πειραιώς, έως 13 Μαρτίου 2011) ]