Με περιμένει στην αυλή του σπιτιού του στο Μετς. Είναι ντυμένος, όπως πάντα, στα μαύρα. Περπατά αργά: οι συνέπειες της επίθεσης που δέχθηκε τον περασμένο Οκτώβριο στο σπίτι του, το οποίο λεηλατήθηκε από τέσσερις αλλοδαπούς που παραλίγο να τον σκοτώσουν, είναι εμφανείς. Ωστόσο ο Νίκος Κούνδουρος νιώθει και δείχνει βράχος. Δεν κρύβει την οργή του, λυπάται για όσους οδήγησαν την πατρίδα του στην κατάντια, αλλά είναι έτοιμος... ακόμη και σήμερα να πολεμήσει. Ίσως όχι με ένα τουφέκι, όπως έκανε στον ΕΑΜ, αλλά με μια καινούργια ταινία.
- Πριν από μερικούς μήνες ζήσατε ακόμη μία τρομερή περιπέτεια στην ούτως ή άλλως περιπετειώδη ζωή σας. Κατ΄ αρχάς, πώς αισθάνεστε σήμερα;
«Βράχος. Το συμβάν βέβαια έχει ακόμη την “ουρά” του γιατί τα άτιμα τα πλευρά θέλουν μήνες να κολλήσουν. Επτά-οκτώ μήνες. Κατά βάθος όμως οφείλω να πω ότι χαίρομαι που το πέρασα».
- Για ποιον λόγο μπορεί κάποιος να χαίρεται που παραλίγο να πεθάνει;
«Το γεγονός με έκανε να δω την πραγματικότητα. Είχα μια ανόητη ευαισθησία και γενναιοδωρία με την είσοδο ή μάλλον την εισβολή των ξένων στην Ελλάδα. Έλεγα ότι της ίδιας γης παιδιά είμαστε, να μπει ο κόσμος στην Ελλάδα, να ευφρανθεί, να νιώσει ασφάλεια, να φάει, να πιει ελληνικό νερό. Ε, από την ώρα του περιστατικού τέρμα όλες αυτές οι εφηβικές μαλακίες. Τέσσερα κτήνη, τέσσερις βάρβαροι που ούρλιαζαν και βρωμούσαν και φορούσαν μάσκες με έκαναν να δω την πραγματικότητα».
- Από εκείνη τη βραδιά τι δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
«Εκείνο το “μην τον κρατάς, πνίξ΄ τον, τον πούστη! ” που φώναζε ο μόνος που άκουσα να μιλάει τσάτραπάτρα ελληνικά. Εγώ πούστης; Καλά το “πνίξ΄ τον”, το “πούστης” τι το θέλανε; Από εκεί κινήθηκε ένας μηχανισμός από σκέψεις μου που πέταξε έξω από την Ελλάδα όλους τους μετανάστες. Δεν είναι σωστό όμως και ως κοινωνική συμπεριφορά η Ελλάδα να ανοίγει τις πόρτες της σαν την πουτάνα που ανοίγει τα πόδια της: 1.400.000 ξένοι μέσα στη χώρα; Το 15% της χώρας μετανάστες; Πόσοι Έλληνες μπορούν να απορροφήσουν αυτό το νούμερο; Και όμως, έγινε. Αυτά είναι συνέπειες του κόμπλεξ κατωτερότητας που έχουν οι Έλληνες. Να ΄ναι καλά οι κυβερνήσεις. Οι Γερμανοί θα έπρεπε να έχουν το κόμπλεξ, όχι εμείς».
- Τι το ιδιαίτερο είχε το περιστατικό και σας κάνει να αισθάνεστε έτσι;
«Δεν ήθελαν μόνο να κλέψουν. Ήθελαν να σκοτώσουν. Έναν άλλον κύριο εδώ παρακάτω τον έπνιξαν με μαξιλάρι. Εγώ μόλις που γλίτωσα. Κρατούσαν το μαξιλάρι στο πρόσωπό μου και ίσα που ανέπνεα λίγο από το πλάι. Είδα μια εκδικητικότητα φυλετική, ταξική, κοινωνική, εθνική, όπως θες πες το. Ήταν μίσος. Γιατί αυτό που ήθελαν να πάρουν το είχαν πάρει. Τους το έδωσα. Πήγα στο χρηματοκιβώτιο και τους έδωσα ότι είχα. Μπήκαν σε ένα σπίτι που για εκείνους ήταν το Λούβρο και εγώ τους πήγα στο χρηματοκιβώτιό μου να τους δώσω ότι λεφτά είχα. Από την ταραχή μου δεν μπορούσα να θυμηθώ τον αριθμό του κωδικού και έκανα ένα λάθος. Μου κοπάνησαν το κεφάλι στο ατσάλι. Μια και δυο και τρεις φορές. Επί δεκαπέντε ημέρες το πρόσωπό μου ήταν μαύρο από το σκοτωμένο αίμα».
- Έτυχε να συναντηθείτε με αλλοδαπό μετά το περιστατικό; Και αν ναι, τι έγινε;
«Μετά το επεισόδιο βρέθηκα συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο ενός φίλου δικηγόρου. Ήρθε ένας Πακιστανός να καθαρίσει τα τζάμια. Του λέει ο φίλος “όχι”. Εγώ, που είχα περάσει αυτά που είχα περάσει, του λέω “δώσ΄ του κάτι του νεαρού, δεν πειράζει”. Του έδωσε λοιπόν ένα κέρμα. Το παίρνει ο Πακιστανός, το κοιτάζει και μας το πετά στα μούτρα. Πήδηξα έξω σαν να ΄μουν 18 χρόνων, τον έπιασα από τον σβέρκο και τον έσυρα με μια κακία, με ένα μίσος, στο αυτοκίνητο και του ΄πα “βρες το”. Από πίσω ο κόσμος έβλεπε την εικόνα ενός λευκού που έσουρνε έναν φουκαρά Πακιστανό σαν να ήταν σκύλος. Η εντύπωση που έδωσα ήταν ότι η λευκή ράτσα ταλαιπωρούσε έναν φουκαρά πακιστανό σκύλο. Και όμως συνέβαινε το ανάποδο. Η παρεξήγηση είναι μέσα στη ζωή μας». - Θα πρέπει να είναι πολύ παράξενο για έναν άνθρωπο που έχει δει τόσο πολλά: Εμφύλιο, Κατοχή, εκτελέσεις, εξορία στη Μακρόνησο... «Θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το περιστατικό που έζησα κακιά στιγμή, αλλά έτσι θα το εξευτέλιζα. Δεν ήταν σαν το τραμ που με πάτησε στον δρόμο εξαιτίας μιας αδεξιότητάς μου. Ήταν το γέννημα ενός στάτους πολύ ευρύτερου που κυριαρχεί σε όλη την Ελλάδα. Η ταπείνωση ενός έθνους σε σημείο να μην μπορεί να κυκλοφορήσει κανείς στον δρόμο χωρίς το καρδιοχτύπι μη τυχόν του τύχει το απρόσμενο κακό. Όπως μου είπε ο αστυνομικός διευθυντής που με βρήκε τότε, “η Αθήνα είναι μια ανοχύρωτη πόλη όπου κυριαρχούν ο φόβος, η ανησυχία και το απρόσμενο”. Ο καθένας μπορεί να κάνει το οτιδήποτε και ο καθένας μπορεί να υποστεί το οτιδήποτε. Η Αστυνομία, σύμφωνα με τα λόγια του, μπορεί να κάνει πάρα πολύ λίγα πράγματα και ακόμη λιγότερα να κυνηγήσει, πόσω μάλλον να καταδικάσει. Και έτσι είναι. Κακό τέλος είχε η ηρωική ελληνική φυλή μετά το αλβανικό, μετά τον ανταρτοπόλεμο, μετά το ασικλίκι, μετά τη νίκη της Δεξιάς, μετά το Μακρονήσι. Όλα αυτά τα πράγματα σφράγισαν το κακό μέρος από τη μοίρα του Ρωμιού. Ίσως μας προόριζε η μοίρα για μια καλύτερη ζωή. Για ελευθερία».
- Η Ελλάδα ωστόσο έχει κρατήσει όλα αυτά τα χρόνια.
«Κρατήθηκε από το αίμα κάποιων που βρέθηκαν φάτσα με φάτσα με τον θάνατο. Και τι είχαν κάνει; Πρόδωσαν, λέει, την πατρίδα. Μα την πατρίδα την προδίδουν κάθε μέρα. Την πατρίδα σήμερα την προδίδουν οι βουλευτές, την προδίδουν οι άνθρωποι με το πολύ χρήμα, την προδίδουν αυτοί οι αθλιότατοι που διαχειρίστηκαν τα εθνικά ταμεία μας- ο Τσοχατζόπουλος, ας πούμε. Τους ξέρουμε όλοι. Σήμερα ο ελληνικός λαός είναι ταπεινωμένος και με σκυμμένο το κεφάλι. Μονάχα η φοβερή πείνα, η οποία κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας και σε μερικούς μήνες θα μετατρέψει τον φόβο σε πανικό, θα σπρώξει κατά τη γνώμη μου τον λαό στον δρόμο. Είδες τι έγινε στην Αγγλία; Θα το κάνουμε κι εμείς, δεν γίνεται αλλιώς. Με τη φωνή “Κάτω οι βάρβαροι”. Οι χρηματιστές, η κυρία Μέρκελ, αυτοί είναι οι βάρβαροι. Εμείς τι φταίμε; Θα μου πεις, δεν υπάρχει άνθρωπος σε μια δημοκρατική κοινωνία που να μη φταίει. Αλλά αν κάνεις σε καθέναν μια ανάλυση θα δεις ότι δεν φταίμε. Εσύ τι φταις; Εγώ τι φταίω; Υπάρχει αυτή η τρομερή γενίκευση. Όλοι τα φάγαμε. Τι πρόλαβες να φας εσύ ή εγώ; Ο ελληνικός λαός είναι αμέτοχος εκ των πραγμάτων. Όχι μόνο δεν τα έφαγε αλλά δεν είχε και τη δυνατότητα να τα φάει γιατί ζει κάτω από τον ζυγό δημοκρατικών κυβερνήσεων, είτε λέγονται Νέα Δημοκρατία είτε λέγονται ΠαΣοΚ. Οι τρομοκράτες του λαού είναι το κράτος. Ποιος είναι περισσότερο τρομοκράτης σήμερα από τον κ. Παπακωνσταντίνου; Ο φουκαράς που τραβά μια τουφεκιά και σκοτώνει έναν άλλον φουκαρά δεν είναι τρομοκράτης. Είναι παιχνίδι. Οι τρομοκράτες δεν είναι πια κάτι αόριστο. Σήμερα ο τρομοκράτης έχει όνομα, έχει επίθετο, έχει ΑΦΜ. Τα έχει όλα».
- Τι κάνει λοιπόν μπροστά στο αδιέξοδο ένας έλληνας καλλιτέχνης;
«Δεν είναι εύκολο να είσαι Έλληνας αυτή τη στιγμή. Ή πρέπει να αποσυρθείς στο σπίτι σου και απλώς να βλέπεις, σαν παρατηρητής, ή, αν θες να πάρεις μέρος στα πράγματα, θα πρέπει να γίνεις πρόσωπο υπό έλεγχο. Όχι της Αστυνομίας ή της εξουσίας αλλά του γείτονά σου, του αδελφού σου, της Ιστορίας που σε περικυκλώνει. Πρέπει να είσαι συνεχώς υπόλογος. Η δική μου αντίσταση ήταν πάντα να κάνω ταινίες όχι διασκεδαστικές αλλά που ήθελαν να καταθέσουν το άδικο μαρτύριο ενός λαού που προοριζόταν για καλύτερη μοίρα. Και αυτό πρόκειται να κάνω τώρα με την επόμενη ταινία μου, το “Πλοίο”». Ο πατέρας του Νίκου Κούνδουρου αρνήθηκε τα τρία παιδιά του να γίνουν μέλη της φασιστικής νεολαίας του Μεταξά.
«Το πληρώσαμε επί χρόνια» λέει σήμερα ο σκηνοθέτης. «Μετά ήρθαν ο πόλεμος, η Κατοχή, η πείνα, σε κάθε γωνιά βλέπαμε από ένα πτώμα ή και περισσότερα. Από τα 17 μου βρέθηκα στα σπάργανα του ΕΑΜ, στην ένοπλη ομάδα Μπάιρον. Δεν είναι εύκολα όλα αυτά για ένα πιτσιρίκι που αλλιώς μεγάλωσε και αλλιώς αναγκάστηκε να βιώσει τη ζωή. Ήταν φυσικό λοιπόν να διαμορφώσει μια άποψη σε ένα νεαρό παιδί που το μόνο που του έμενε ήταν ή να πάρει ένα τουφέκι και να πάει στα βουνά ή να υποταχθεί. Τίποτε άλλο». Το δεύτερο δεν ταίριαζε ούτε στον Νίκο Κούνδουρο ούτε στα αδέλφια του. Ο σκηνοθέτης μνημονεύει τον Ρήγα Φεραίο: Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει.«Δεν ξέρω για σήμερα, αλλά του τότε Έλληνα ο τράχηλος δεν άντεχε την ταπείνωση, την ευτέλεια, το τίποτε μιας παθητικής ζωής. Προτιμούσε την πιο σκληρή διαδικασία, ακόμη και να έρθει φάτσα με φάτσα με τον θάνατο. Σήμερα ο θάνατος είναι είδος πολυτελείας. Τον συναντάς σε κανένα νοσοκομείο με τρεις νοσοκόμες γύρω σου και με μια “πάπια” να φροντίζει το κορμί σου ώστε να μην ταπεινωθεί. Είναι το ίδιο με το να έχεις έρθει φάτσα με φάτσα με το εκτελεστικό απόσπασμα... Τη βραδιά της προηγουμένης της εκτέλεσης του Μπελογιάννη το κόμμα μου ζήτησε να φροντίσω τη γυναίκα του χωμένος σε ένα αυτοκίνητο έξω από τις φυλακές της Καλλιθέας περιμένοντας να ακούσουμε τον κρότο έξι-επτά τουφεκιών. Όλα αυτά τα πράγματα δεν μπορείς να τα ξεχάσεις εύκολα και γίνονται ένα με την ως τότε ζωή σου. Εξοικειώνεσαι και δεν τα βγάζεις ποτέ από μέσα σου». «Το “Πλοίο” είναι ένα σχέδιο που γεννήθηκε μέσα από κάποιες περίεργες αλήθειες» λέει ο Νίκος Κούνδουρος για την επόμενη ταινία του, η οποία βρίσκεται «στο 12 παρά ένα για να γυριστεί». Θα είναι αγγλόφωνη και με άγνωστους ηθοποιούς στη διανομή. «Πριν από περίπου δύο χρόνια μάθαμε ότι ένα πλοίο μαύρο σαν την Κόλαση, που κουβαλούσε στάρι ήρθε από την Αμερική, άραξε κάπου εδώ στις θάλασσες του Ιονίου και στη συνέχεια έφυγε για το Ισραήλ που, ως γνωστόν, δεν παράγει στάρι. Αργότερα μάθαμε ότι όχι μόνο στάρι δεν είχε αλλά το φορτίο του ήταν τελειότατος πολεμικός εξοπλισμός. Παράλληλα γίνονταν οι καινούργιες επιθέσεις του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων». Όλα αυτά ήταν γραμμένα στα ρεπορτάζ των εφημερίδων και πέρασαν απαρατήρητα. Ο Κούνδουρος πήρε το δημοσιογραφικό υλικό και έφτιαξε το σενάριο μιας μυθοπλαστικής ταινίας με τη φιλική συνεργασία δύο συγγραφέων. Ενδιαμέσως η ταινία θα γεμίζει και με άλλα περιστατικά, επίσης αληθινά. «Σε δύο κτίρια, ένα στην Κρήτη και ένα στην Πελοπόννησο, διάφοροι επιτήδειοι μαζεύουν κορίτσια από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τους υπόσχονται δουλειές για να τις κάνουν τελικά πόρνες. Υπάρχει επίσης μία ακόμη στοά μασόνων, οι μεσάζοντες ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους Ισραηλινούς». Ο Θεόφιλος Τσάφος είναι ένας εγκληματίας που έχει εκπαιδευτεί για να εξευτελίσει την ανθρώπινη ύπαρξη ξεκινώντας από τον εαυτό του. Πρώτα καίει στην πυρά του φανατισμού την καρδιά του. Στη συνέχεια, άκαρδος, ψάχνει να βρει θύματα για να ολοκληρώσει τη Μυστική Αποστολή του. Τα χέρια του γίνονται φονικά όπλα και τελικά πνίγει τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε στη ζωή του την ώρα της ερωτικής πράξης. Αυτές τις ημέρες το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης φιλοξενεί το έργο «Η απολογία του Θεόφιλου Τσάφου», έναν μονόλογο που έγραψε πριν από 38 χρόνια ο Νίκος Κούνδουρος αλλά δεν είχε ανεβεί ως σήμερα στη σκηνή. Σκηνοθετημένο από τη Γιώτα Κουνδουράκη, πραγματεύεται την περίπτωση ενός εγκληματία που έχει εκπαιδευθεί για να εξευτελίσει την ανθρώπινη ύπαρξη καταστρέφοντας τα πάντα- από τον εαυτό του ως τον έρωτα. Ο «Θεόφιλος Τσάφος» γράφτηκε στο Λονδίνο επί χούντας. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από αληθινό γεγονός το οποίο είχε διαβάσει εκείνη την εποχή στις εφημερίδες: «Με ενδιέφερε, το έψαξα καλά και το έγραψα. Ήμουν πολύ πιο νέος τότε, αλλά πιστεύω ότι το έργο για την εποχή του περιέχει μια αντίσταση».
Η συνέντευξη περιλαμβάνεται στο «Βήμα» της Κυριακής 3 Απριλίου 2011. Από την ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας στο διαδίκτυο έχει αφαιρεθεί.
Οι λόγοι; Αναζητείστε τους…