Σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας και νομιμότητας, σύμφωνα με νομικούς, εγείρει η επιβολή του Ειδικού Τέλους Ακίνητης Περιουσίας που θα κληθούν, μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ, να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες ακινήτων.
Αντίθετος στη φορολογική στοχοποίηση της ακίνητης περιουσίας είναι ο Δικηγορικός Σύλλογος Όλες τις νομικές δυνατότητες που υπάρχουν για να το αντιμετωπίσει ο πολίτης, εξετάζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ενώ στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και ο Σύλλογος Ελλήνων Φορολογουμένων.
* Σύμφωνα με τον Ευστάθιο Μπακάλη, δικηγόρο και φορολογικό σύμβουλο στον ΔΣΑ, κατ' αρχήν παρατηρείται μια «αγωνιώδης προσπάθεια να θεμελιωθεί ο "ανταποδοτικός" χαρακτήρας του προσχηματικώς καλούμενου "τέλους", ενώ παράλληλα δεν επιδεικνύεται ουδεμία μέριμνα για την πραγματική προστασία της ιδιοκτησίας».
Υπενθυμίζοντας ότι η ακίνητη περιουσία φορολογείται ήδη με την επιβολή αρκετών φόρων [Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), Φόρος Μεταβιβάσεως Ακινήτων (ΦΜΑ), Φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής κ.ά.], καταλήγει πως η «παραπάνω συνολική φορολογική επιβάρυνση, που αυξάνεται με την επιβολή του Ειδικού Τέλους Ακινήτων, δημιουργεί αφόρητη πίεση στην ακίνητη ιδιοκτησία και συρρικνώνει την αξία της. Η διαρκής σύνδεση φορολογικών βαρών με την ακίνητη περιουσία προσλαμβάνει δημευτικές διαστάσεις, εγείροντας σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας».
Όμηρος, ο ενοικιαστής
Επιπλέον, συνεχίζει ο κ. Μπακάλης, «ζητήματα νομιμότητας εγείρει και η διαδικασία εισπράξεως μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ, αφού τυχόν αδυναμία, απροθυμία, ή αδιαφορία του ιδιοκτήτη, που εκμισθώνει το ακίνητο, θα καταδικάσει τον μισθωτή στη δυσμενέστατη συνέπεια της διακοπής της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος». Εκτός, λοιπόν, από τις συνήθεις κυρώσεις για τη μη τήρηση φορολογικών υποχρεώσεων, «εφευρίσκεται και ένας επιπλέον μοχλός πίεσης. Η στέρηση ενός κοινωνικού αγαθού, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα».
Το μόνο μέσο άμυνας είναι η προσφυγή στα δικαστήρια. «Εντούτοις, κάτι τέτοιο είναι σχετικό, λόγω εγγενών αδυναμιών του υπάρχοντος συστήματος. Κατ' αρχάς, η άσκηση προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κατά του Ειδικού Τέλους δεν αναστέλλει την υποχρέωση καταβολής του. Ο δε χρόνος της προσφυγής αυτής ανάγεται στο μακρινό μέλλον (4-5 έτη), με μόνη ελπίδα την εισαγωγή μιας υποθέσεως απευθείας προς εκδίκαση στο ΣτΕ, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, κατ' εφαρμογή του Ν. 3900/2010».
«Ως άμεση αντιμετώπιση, πάντως, προβλέπεται η άσκηση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία, με την επίκληση της ανεπανόρθωτης βλάβης, συγκεντρώνει πιθανότητες ευδοκιμήσεως σε περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται μεν ιδιοκτησιακό δικαίωμα, έστω και ουσιώδες, όχι όμως και αντίστοιχη απόκτηση εισοδημάτων και, συνακόλουθα, οικονομική ρευστότητα, εν όψει και των λοιπών -φορολογικών και μη- υποχρεώσεων του φορολογουμένου».
Ο ΔΣΑ, έχοντας διατρανώσει την αντίθεσή του «στη φορολογική στοχοποίηση της ακίνητης περιουσίας, η οποία, ως εύκολη λύση, βάλλεται διαχρονικά», θα εξετάσει όλες τις νομικές δυνατότητες προστασίας έναντι τέτοιων νομοθετικών επιλογών, «στεκόμενος στο πλευρό, όχι μόνο των μελών του, αλλά και εν γένει της κοινωνίας».
Για πραγματικό εισόδημα
* Ο Παναγιώτης Εμμ. Χασιώτης, δικηγόρος στο Σύλλογο Ελλήνων Φορολογούμενων και τον Άρειο Πάγο, λέει πως το νέο ειδικό τέλος «παρουσιάζει προβλήματα συνταγματικότητας», καθώς «η ίδια η φύση του δεν συμβαδίζει με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματός μας καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ)».
Ειδικότερα, «η επιβολή του δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη. Ο φόρος για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μας πρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος».
Επιπλέον, «παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας. Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση για την ίδια αιτία. Η διπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου».
«Ο πολίτης στερείται της εννόμου προστασίας»
Ο Ιωάννης Λαμπίρης, ποινικολόγος, επισημαίνει πως «το πρόχειρο κυβερνητικό μέτρο συνιστά κεφαλικό φόρο και κραυγαλέα απόδειξη κρατικής ανικανότητας, ανευθυνότητας και ανεπάρκειας.
Δεδομένου μάλιστα ότι τα έξοδα προσφυγής στην ελληνική Δικαιοσύνη είναι απαγορευτικά για τα σημερινά εισοδήματα του Έλληνα πολίτη, συνιστά κατ' ουσίαν παραβίαση του Συντάγματος, καθ' όσον ο μέσος Έλληνας πολίτης στερείται του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας του.
* Για παράδειγμα: Η προσφυγή στην ελληνική Δικαιοσύνη κατά πράξεως επιβολής ειδικού τέλους 2.000 ευρώ σε ακίνητο ενός δημόσιου υπαλλήλου είναι απολύτως απαγορευτική, λαμβανομένων υπ' όψιν των περικοπών του μισθού του, των εξόδων για την κατάθεση της προσφυγής και της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που αθροιστικά δύνανται να ξεπεράσουν κατά πολύ το ποσόν του τέλους.
Άλλωστε, και αν έπρεπε να ευδοκιμήσει η προσφυγή του, η οποία και μέχρι να κριθεί δεν αναστέλλει την εκτέλεση της καταβολής του τέλους, είναι βέβαιον ότι δεν θα υπήρχε καμία προοπτική επιστροφής του χρηματικού ποσού που κατέβαλε».
Αλέξανδρος Κυριακόπουλος
"Ελευθεροτυπία"
Αντίθετος στη φορολογική στοχοποίηση της ακίνητης περιουσίας είναι ο Δικηγορικός Σύλλογος Όλες τις νομικές δυνατότητες που υπάρχουν για να το αντιμετωπίσει ο πολίτης, εξετάζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, ενώ στην ίδια κατεύθυνση προσανατολίζεται και ο Σύλλογος Ελλήνων Φορολογουμένων.
* Σύμφωνα με τον Ευστάθιο Μπακάλη, δικηγόρο και φορολογικό σύμβουλο στον ΔΣΑ, κατ' αρχήν παρατηρείται μια «αγωνιώδης προσπάθεια να θεμελιωθεί ο "ανταποδοτικός" χαρακτήρας του προσχηματικώς καλούμενου "τέλους", ενώ παράλληλα δεν επιδεικνύεται ουδεμία μέριμνα για την πραγματική προστασία της ιδιοκτησίας».
Υπενθυμίζοντας ότι η ακίνητη περιουσία φορολογείται ήδη με την επιβολή αρκετών φόρων [Φόρος Ακίνητης Περιουσίας (ΦΑΠ), Φόρος Μεταβιβάσεως Ακινήτων (ΦΜΑ), Φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής κ.ά.], καταλήγει πως η «παραπάνω συνολική φορολογική επιβάρυνση, που αυξάνεται με την επιβολή του Ειδικού Τέλους Ακινήτων, δημιουργεί αφόρητη πίεση στην ακίνητη ιδιοκτησία και συρρικνώνει την αξία της. Η διαρκής σύνδεση φορολογικών βαρών με την ακίνητη περιουσία προσλαμβάνει δημευτικές διαστάσεις, εγείροντας σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας».
Όμηρος, ο ενοικιαστής
Επιπλέον, συνεχίζει ο κ. Μπακάλης, «ζητήματα νομιμότητας εγείρει και η διαδικασία εισπράξεως μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ, αφού τυχόν αδυναμία, απροθυμία, ή αδιαφορία του ιδιοκτήτη, που εκμισθώνει το ακίνητο, θα καταδικάσει τον μισθωτή στη δυσμενέστατη συνέπεια της διακοπής της παροχής του ηλεκτρικού ρεύματος». Εκτός, λοιπόν, από τις συνήθεις κυρώσεις για τη μη τήρηση φορολογικών υποχρεώσεων, «εφευρίσκεται και ένας επιπλέον μοχλός πίεσης. Η στέρηση ενός κοινωνικού αγαθού, όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα».
Το μόνο μέσο άμυνας είναι η προσφυγή στα δικαστήρια. «Εντούτοις, κάτι τέτοιο είναι σχετικό, λόγω εγγενών αδυναμιών του υπάρχοντος συστήματος. Κατ' αρχάς, η άσκηση προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων κατά του Ειδικού Τέλους δεν αναστέλλει την υποχρέωση καταβολής του. Ο δε χρόνος της προσφυγής αυτής ανάγεται στο μακρινό μέλλον (4-5 έτη), με μόνη ελπίδα την εισαγωγή μιας υποθέσεως απευθείας προς εκδίκαση στο ΣτΕ, λόγω γενικότερου ενδιαφέροντος, κατ' εφαρμογή του Ν. 3900/2010».
«Ως άμεση αντιμετώπιση, πάντως, προβλέπεται η άσκηση αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων, η οποία, με την επίκληση της ανεπανόρθωτης βλάβης, συγκεντρώνει πιθανότητες ευδοκιμήσεως σε περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται μεν ιδιοκτησιακό δικαίωμα, έστω και ουσιώδες, όχι όμως και αντίστοιχη απόκτηση εισοδημάτων και, συνακόλουθα, οικονομική ρευστότητα, εν όψει και των λοιπών -φορολογικών και μη- υποχρεώσεων του φορολογουμένου».
Ο ΔΣΑ, έχοντας διατρανώσει την αντίθεσή του «στη φορολογική στοχοποίηση της ακίνητης περιουσίας, η οποία, ως εύκολη λύση, βάλλεται διαχρονικά», θα εξετάσει όλες τις νομικές δυνατότητες προστασίας έναντι τέτοιων νομοθετικών επιλογών, «στεκόμενος στο πλευρό, όχι μόνο των μελών του, αλλά και εν γένει της κοινωνίας».
Για πραγματικό εισόδημα
* Ο Παναγιώτης Εμμ. Χασιώτης, δικηγόρος στο Σύλλογο Ελλήνων Φορολογούμενων και τον Άρειο Πάγο, λέει πως το νέο ειδικό τέλος «παρουσιάζει προβλήματα συνταγματικότητας», καθώς «η ίδια η φύση του δεν συμβαδίζει με τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματός μας καθώς και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ)».
Ειδικότερα, «η επιβολή του δεν βρίσκεται σε συνάρτηση με το πραγματικό εισόδημα του φορολογούμενου ιδιοκτήτη. Ο φόρος για να είναι αναλογικός και συμβατός με το Σύνταγμά μας πρέπει να είναι ανάλογος με τη φοροδοτική ικανότητα του καθενός, κατά το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος».
Επιπλέον, «παραβιάζεται και η αρχή της απαγορεύσεως της διπλής φορολογίας. Η επιβολή του νέου ειδικού τέλους ακινήτων αποτελεί δεύτερη φορολόγηση για την ίδια αιτία. Η διπλή φορολόγηση αντίκειται και στο άρθρο 17 του Συντάγματός μας, αλλά και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, που προστατεύουν την ιδιοκτησία και τα εν γένει περιουσιακά δικαιώματα του ατόμου».
«Ο πολίτης στερείται της εννόμου προστασίας»
Ο Ιωάννης Λαμπίρης, ποινικολόγος, επισημαίνει πως «το πρόχειρο κυβερνητικό μέτρο συνιστά κεφαλικό φόρο και κραυγαλέα απόδειξη κρατικής ανικανότητας, ανευθυνότητας και ανεπάρκειας.
Δεδομένου μάλιστα ότι τα έξοδα προσφυγής στην ελληνική Δικαιοσύνη είναι απαγορευτικά για τα σημερινά εισοδήματα του Έλληνα πολίτη, συνιστά κατ' ουσίαν παραβίαση του Συντάγματος, καθ' όσον ο μέσος Έλληνας πολίτης στερείται του δικαιώματος παροχής εννόμου προστασίας του.
* Για παράδειγμα: Η προσφυγή στην ελληνική Δικαιοσύνη κατά πράξεως επιβολής ειδικού τέλους 2.000 ευρώ σε ακίνητο ενός δημόσιου υπαλλήλου είναι απολύτως απαγορευτική, λαμβανομένων υπ' όψιν των περικοπών του μισθού του, των εξόδων για την κατάθεση της προσφυγής και της αμοιβής του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που αθροιστικά δύνανται να ξεπεράσουν κατά πολύ το ποσόν του τέλους.
Άλλωστε, και αν έπρεπε να ευδοκιμήσει η προσφυγή του, η οποία και μέχρι να κριθεί δεν αναστέλλει την εκτέλεση της καταβολής του τέλους, είναι βέβαιον ότι δεν θα υπήρχε καμία προοπτική επιστροφής του χρηματικού ποσού που κατέβαλε».
Αλέξανδρος Κυριακόπουλος
"Ελευθεροτυπία"