Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010

Το μέγιστο αγαθό της αυτογνωσίας μέσα από τα κείμενα του Βίλχελμ Ράϊχ


Οι πραγματικά ζωντανοί άνθρωποι, στις σχέσεις τους με τους άλλους και την κοινωνία, είναι απλοϊκά ευγενικοί και απτόητοι και γι’ αυτό, κάτω απ’ τις υπάρχουσες συνθήκες κινδυνεύουν. Νομίζουν ότι οι συνάνθρωποί τους ακολουθούν τους ίδιους νόμους της ζωής και είναι ευγενικοί, εύσπλαχνοι και γενναιόδωροι. Αυτή η φυσική τάση, που είναι βασική στο υγιές παιδί και στον πρωτόγονο άνθρωπο, γίνεται, όσο θα υπάρχει η συγκινησιακή πανούκλα, ο μεγαλύτερος κίνδυνος στον αγώνα για λογική τάξη πραγμάτων στη ζωή. Κι αυτό επειδή, το άρρωστο άτομο αποδίδει επίσης στους συνανθρώπους του τα χαρακτηριστικά των δικών του σκέψεων και πράξεων. Το ευγενές άτομο πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ευγενικοί και δρουν ανάλογα. Το άρρωστο άτομο πιστεύει ότι όλοι οι άνθρωποι λένε ψέματα, διαπράττουν απάτες, κλέβουν και διψούν για εξουσία. Ξεκάθαρα λοιπόν οι ζωντανοί άνθρωποι μειονεκτούν και βρίσκονται σε κίνδυνο. Όταν προσφέρουν κάτι στο άρρωστο άτομο τότε αυτό τους τα παίρνει όλα, χλευάζοντάς τους ή προδίδοντάς τους, όταν το εμπιστεύονται, αυτό τους ξεγελά.
Έτσι ήταν πάντα τα πράγματα. Είναι καιρός πια οι άνθρωποι ν’ αρχίσουν αρχίσουν να γίνονται σκληροί, όπου χρειάζεται σκληρότητα, στη μάχη για την προστασία τους και την ελεύθερη ανάπτυξή τους. Κάνοντας αυτό, δεν θα χάσουν την ευγένειά τους αν παραμείνουν πιστοί στην αλήθεια. Υπάρχει ελπίδα στο γεγονός ότι, μεταξύ εκατομμυρίων εργατικών και ευπρεπών ατόμων, υπάρχουν μόνο λίγοι βαριά άρρωστοι που προξενούν δολοφονικές βλάβες, διεγείροντας τα ζοφερά κι επικίνδυνα ένστικτα του «θωρακισμένου» ανθρώπου των μαζών, οδηγώντας τον στο οργανωμένο πολιτικό έγκλημα. Υπάρχει μόνο ένα αντίδοτο για τα μικρόβια της συγκινησιακής πανούκλας που καταλαμβάνει το άτομο της μάζας: το ίδιο του το συναίσθημα ζωής. Η ζωή δεν αποζητά τη δύναμη αλλά τη δίκαιη χρήση της μέσα στην κοινωνία. Στηρίζεται στις τρεις κολώνες, του έρωτα, της εργασίας και της γνώσης.
Σε ονομάζουν «Ανθρωπάκο», «Κοινό Άνθρωπο». Λένε ότι μια νέα εποχή άρχισε, η «Εποχή του Κοινού Ανθρώπου». Δεν το λες εσύ αυτό, Ανθρωπάκο. Το λένε αυτοί, οι αντιπρόεδροι των μεγάλων εθνών, οι εκλεγμένοι ηγέτες της εργατιάς, οι μετανοιωμένοι απόγονοι των μπουρζουάδων, οι πολιτικοί και οι φιλόσοφοι. Σου δίνουν το μέλλον μα δε ρωτάνε για το παρελθόν σου.
Είσαι κληρονόμος ενός φοβερού παρελθόντος. Η κληρονομιά σου είναι σαν πυρωμένο διαμάντι στο χέρι σου. Αυτό σου λέω εγώ.
Κάθε γιατρός, τσαγκάρης, τεχνίτης ή εκπαιδευτικός πρέπει να γνωρίζει τις ατέλειές του, αν θέλει να κάνει τη δουλειά του και να βγάλει το ψωμί του. Εδώ και κάμποσες δεκαετίες έχεις αρχίσει να παίζεις διοικητικό ρόλο στη γη. Απ’ τις σκέψεις σου και τις πράξεις σου εξαρτάται το μέλλον της ανθρωπότητας. Μα οι δάσκαλοί σου και οι αφέντες σου ποτέ δε σου λένε ποιος είσαι και πώς σκέφτεσαι. Κανείς δεν τολμά να σε επικρίνει στο μόνο σημείο που θα μπορούσε να σε κάνει στιβαρό κυβερνήτη της μοίρας σου. Είσαι «ελεύθερος» μόνο με μια έννοια: ελεύθερος από μόρφωση για το πώς θα ρυθμίζεις μόνος σου τη ζωή σου, ελεύθερος από αυτοκριτική.
Ποτέ δε σε άκουσα να παραπονεθείς: «Με προάγετε σε μελλοντικό αφέντη του εαυτού μου και του περιβάλλοντός μου, μα ποτέ δε μου είπατε με ποιο τρόπο μπορεί κάποιος να γίνει αφέντης του εαυτού του και ποτέ δε μου δείξατε τα λάθη στις σκέψεις μου και στις πράξεις μου».
Αφήνεις τους ανθρώπους της εξουσίας να αναλάβουν δύναμη «για το καλό του Ανθρωπάκου». Μα εσύ ο ίδιος μένεις σιωπηλός. Δίνεις στους ανθρώπους της εξουσίας, ή σ’ ανθρώπους με κακόβουλες προθέσεις, τη δύναμη να σε αντιπροσωπεύουν. Και πολύ αργά ανακαλύπτεις ότι πάντα είσαι το κορόϊδο.
Σε νιώθω. Γιατί πολλές χιλιάδες φορές σ’ έχω δει γυμνό, σωματικά και ψυχικά, χωρίς τη μάσκα, χωρίς την ταυτότητα του κόμματος, χωρίς τον πατριωτισμό σου. Γυμνό σαν νεογέννητο μωρό, γυμνό σαν ένα Στρατάρχη με τα εσώρουχα. Παραπονέθηκες κι έκλαψες μπροστά μου, μίλησες για τις επιθυμίες σου, μου αποκάλυψες την αγάπη σου και τον πόνο σου. Σε ξέρω και σε νιώθω. Θα σου πω πώς πραγματικά είσαι Ανθρωπάκο, γιατί στ’ αλήθεια πιστεύω στο υπέροχο μέλλον σου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανήκει σε σένα. Γι’ αυτό, πρώτα απ’ όλα, κοίταξε τον εαυτό σου. Δες τον όπως είναι στην πραγματικότητα. Άκου αυτό που κανένας απ’ τους Ηγέτες σου και τους εκπροσώπους σου δεν τολμά να σου πει:
Είσαι ένας «Κοινός Ανθρωπάκος». Κατάλαβε το διπλό νόημα των λέξεων: «κοινός» και «Ανθρωπάκος».
Μη φεύγεις. Βρες το θάρρος να κοιτάξεις τον εαυτό σου.
«Με ποιο δικαίωμα μου λες τι να κάνω;». Βλέπω την ερώτηση αυτή στο φοβισμένο βλέμμα σου. Ακούω την ερώτηση αυτή απ’ το αυθάδες στόμα σου. Φοβάσαι να κοιτάξεις τον εαυτό σου, φοβάσαι την κριτική, Ανθρωπάκο, όπως φοβάσαι και τη δύναμη που σου υπόσχεται κάποιος. Δε θάξερες πώς να τη χρησιμοποιήσεις μια τέτοια δύναμη. Δεν τολμάς να σκεφτείς ότι κάποτε μπορεί να αισθανθείς διαφορετικά: ελεύθερος και όχι καταπτοημένος, ευθύς και όχι πονηρός, να ερωτεύεσαι ανοιχτά και όχι «ως κλέπτης εν νυκτί». Περιφρονείς τον εαυτό σου Ανθρωπάκο. Λες: «Ποιος είμαι εγώ, για να έχω δική μου γνώμη, να καθορίζω τη ζωή μου και να διακηρύσσω ότι ο κόσμος είναι δικός μου;». Έχεις δίκιο. Ποιος είσαι συ, που θα προβάλλεις αξιώσεις για να διαφεντεύσεις τη ζωή σου; Θα σου πω ποιος είσαι:
Διαφέρεις απ’ τον πραγματικά σπουδαίο άνθρωπο μόνο σ’ ένα σημείο: Ο σπουδαίος άνθρωπος ήταν κάποτε ν’ αναπτύξει μια σημαντική ικανότητα. Έμαθε να βλέπει που ήταν μικρός στις σκέψεις του και στις πράξεις του. Κάτω απ’ την πίεση κάποιας ανάγκης, που είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτόν, άρχισε, όλο και πιο καθαρά, να διαισθάνεται την απειλή που προερχόταν απ’ τη μικρότητά του και τη μικροπρέπειά του. Ο μεγάλος άνθρωπος επομένως ξέρει πότε και πού είναι μικρός. Ο Ανθρωπάκος δεν ξέρει ότι είναι μικρός και φοβάται να το μάθει. Συγκαλύπτει τη μικρότητά του και τη στενότητά του με ψευδαισθήσεις δύναμης και μεγαλείου, με τη δύναμη και το μεγαλείο άλλων. Είναι περήφανος για τους μεγάλους στρατηγούς του, μα όχι περήφανος για τον εαυτό του. Θαυμάζει τη σκέψη που δεν έκανε και όχι τη σκέψη που έκανε. Πιστεύει στα πράγματα, τόσο πιο απόλυτα, όσο λιγότερο τα καταλαβαίνει, και δεν πιστεύει την ορθότητα αυτών των εννοιών που τις κατανοεί πιο εύκολα.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Άκου Ανθρωπάκο" του Βίλχελμ Ράϊχ