Ο Δρ. Arun Gandhi, εγγονός του Μαχάτμα Γκάντι και ο
ιδρυτής του M.K. Gandhi Ινστιτούτου για τη μη-βία, σε μια διάλεξή του στο
Πανεπιστήμιο του Πουέρτο Ρίκο, μοιράστηκε την ακόλουθη προσωπική του ιστορία ως
παράδειγμα της «μη βίας στην ανατροφή των παιδιών»:
“Ήμουν 16 χρονών και ζούσα με τους γονείς μου στο Ινστιτούτο που ο παππούς μου είχε ιδρύσει 18 μίλια έξω από το Durban, στη Νότια Αφρική, μέσα σε φυτείες ζάχαρης. Ήμασταν βαθιά μέσα στη χώρα, χωρίς γείτονες, έτσι οι δύο αδελφές μου κι εγώ ψάχναμε αφορμή για να πάμε στην πόλη να επισκεφθούμε τους φίλους μας ή να δούμε μια καλή ταινία στο σινεμά.
Μια μέρα, ο πατέρας μου ζήτησε να τον οδηγήσω στην πόλη για ένα ολοήμερο συνέδριο, και έτσι άδραξα την ευκαιρία. Δεδομένου ότι θα πήγαινα στην πόλη, η μητέρα μου έδωσε μια λίστα με ψώνια που χρειαζόταν και αφού είχα ολόκληρη την ημέρα ελεύθερη, ο πατέρας μου ανέθεσε να διεκπεραιώσω διάφορες δουλειές που εκκρεμούσαν, όπως να πάω το αυτοκίνητο στο συνεργείο για σέρβις. Όταν τον άφησα στο συνέδριο εκείνο το πρωί μου είπε: «θα σε συναντήσω εδώ στις 5:00 μ.μ. για να επιστρέψουμε στο σπίτι μαζί».
Αφού τέλειωσα βιαστικά τις δουλειές μου, πήγα κατ' ευθείαν στο πλησιέστερο κινηματογράφο. Ήμουν τόσο απορροφημένος από την ταινία που ξέχασα εντελώς την ώρα. Ήταν 17:30 όταν θυμήθηκα το ραντεβού με τον πατέρα μου. Μέχρι να πάω στο συνεργείο να πάρω το αυτοκίνητο και φτάσω στο σημείο όπου ο πατέρας μου περίμενε ήταν σχεδόν 18:00. Με ρώτησε με αγωνία: «Γιατί άργησες;». Ντράπηκα τόσο να του πω ότι έβλεπα ένα καταπληκτικό γουέστερν με τον Τζων Γουέιν και έτσι είπα ψέματα ότι το αυτοκίνητο δεν ήταν έτοιμο κι έπρεπε να περιμένω. Ο πατέρας μου όμως είχε ήδη τηλεφωνήσει στο συνεργείο. Μόλις αντιλήφθηκε ότι έλεγα ψέματα μου είπε με λύπη:
«Κάποιο λάθος πρέπει να έχω κάνει στον τρόπο που σε ανέθρεψα αφού δεν μου έχεις εμπιστοσύνη να μου πεις την αλήθεια. Για να καταλάβω αυτό το λάθος μου θα περπατήσει 18 μίλια μέχρι το σπίτι μόνος μου για να σκεφτώ.»
Έτσι, ντυμένος με το κοστούμι του και τα καλά του παπούτσια, άρχισε να κατευθύνεται προς το σπίτι μέσα στο σκοτάδι περπατώντας πάνω στον κακοτράχαλο χωμάτινο δρόμο. Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του, κι έτσι για πεντέμισι ώρες οδηγούσα πίσω του, ακολουθώντας τον και βλέποντας τον να περνάει όλη αυτή τη δοκιμασία για ένα ηλίθιο ψέμα.
Αποφάσισα τότε, εκείνη τη νύχτα, ότι ποτέ δε θα ξαναέλεγα ψέματα στη ζωή μου. Συχνά σκέφτομαι εκείνο το επεισόδιο και αναρωτιέμαι: «Αν με είχε τιμωρήσει με τον τρόπο που τιμωρούμε εμείς τα παιδιά μας θα είχε καθόλου αξία η τιμωρία;». Δε νομίζω. Θα είχα ίσως υπομείνει την τιμωρία και θα ξαναέκανα το ίδιο σφάλμα. Αλλά αυτή η μοναδική μη-βίαιη δράση ήταν τόσο ισχυρή που είναι ακόμα ζωντανή μέσα μου σαν να συνέβη χθες. Αυτή είναι η αληθινή δύναμη της μη-βίας.”