Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Η Μουσική, μέσο πνευματικής ωρίμανσης


Ετυμολογία της λέξης «μουσική»
Η λέξη μουσική, σύμφωνα με τα γραπτά των αρχαίων ελλήνων ποιητών και φιλοσόφων παράγεται από το «Μούσα».
Το Μούσα πάλι, παράγεται από το μαούσα = Μούσα. Το «μα» είναι ρίζα του ρήματος μάω-μω = επινοώ ή ψάχνω ή ζητώ διανοητικά. (Στη δωρική διάλεκτο η λέξη «Μούσα» είναι «Μώσα»). Έννοια της λέξης "μουσική"
Η λέξη μουσική, στη σημερινή εποχή, σημαίνει την τέχνη των ήχων, αντίθετα με τους αρχαίους Έλληνες οι οποίοι έδιναν στη λέξη μουσική διαφορετικό νόημα, εννοούσαν την αδιάλυτη ενότητα ήχου και λόγου, κάτι που δεν υφίσταται στις μέρες μας.
Με την άθληση γυμνάζεται το σώμα, ενώ με τη μουσική το πνεύμα.
Η μουσική, το δώρο των Μουσών, στην αρχαία Ελλάδα, προσδιόριζε και χαρακτήριζε τον άνθρωπο που πράττει, σκέφτεται και αισθάνεται. Έτσι ως μέσο πνευματικής ωρίμανσης, η λέξη που θα χαρακτήριζε την αρχαία ελληνική μουσική, δεν είναι η λέξη «τέχνη» αλλά οι λέξεις παιδεία και δύναμη. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι εκείνος που έπαιζε τον αυλό π.χ. ονομαζόταν αυλητής και όχι μουσικός δηλαδή θεωρούνταν ένας απλός εκτελεστής. Όμως μετά το διαχωρισμό της μουσικής από το λόγο, τη γλώσσα, ο οποίος έγινε λίγο μετά των Πλάτωνα, βλέπουμε τη χρήση της έννοιας μουσικός. Αυτή η μεταβολή έμελλε να είναι η γέννηση μιας αυτόνομης τέχνης που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ενταγμένη μέσα στον λόγο.
Κατά την ακμή της κλασικής εποχής (5ος αιώνας μέχρι το 338 π.Χ. μάχη της Χαιρώνειας), κέντρο είναι η Αθήνα. Η λυρική ποίηση αναπτύσσεται στον μέγιστο βαθμό με τον Σιμεωνίδη και τον Πίνδαρο, η τραγωδία με τους μεγάλους τραγικούς, η αττική κωμωδία με τον Κρατίνο, Εύπολι και Αριστοφάνη. Με βάση τις υπάρχουσες πληροφορίες από τις πηγές, μπορούν να επισημανθούν ιδιαίτερα δύο γνωρίσματα της μουσικής και της αντίληψης για τη μουσική στην Ελλάδα του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ.:
α) η διδασκαλία περί ήθους, και β) η σύνδεση της μουσικής ως τέχνης των ήχων με τη γενική έννοια της μουσικής, ιδιαίτερα ως συνένωση μουσικής και ποίησης.
Σχετικά με το πρώτο:
Η έννοια του ήθους στη μουσική συνδέεται με την αντίληψη ότι η μουσική μπορεί να ασκεί επίδραση στην ψυχή του ανθρώπου. Σύμφωνα με τη θεωρία του ήθους ή αλλιώς ηθική θεωρία της μουσικής, σε κάθε ρυθμική και μελωδική κίνηση υπάρχει μια ανάλογη συναισθηματική αντίδραση, με την έννοια ότι η μουσική μπορεί να επιδράσει στον άνθρωπο είτε θετικά παροτρύνοντας τον σε μία ενέργεια της βούλησής του είτε αρνητικά αποτρέποντάς τον από μία ενέργεια της βούλησης είτε τέλος απονεκρώνοντας τη βούλησή του. Βέβαια η θεωρία του ήθους δεν εξαντλείται μονάχα σε γενικές διαπιστώσεις, αλλά εμβαθύνει στην αισθητική διερεύνηση των δομικών παραμέτρων της μουσικής εξετάζοντας το ήθος της μελωδίας, των αρμονιών (τροπικών κατατάξεων), των γενών και ων ρυθμών. Έτσι, κάθε είδος μουσικής, κάθε είδος μελωδίας αλλά και ρυθμού έχει ένα ορισμένο ήθος ανάλογα με την επίδραση που ασκεί στην ψυχή. Ο Δώριος τρόπος έλεγαν, δυναμώνει τον χαρακτήρα, διδάσκει θάρρος εμπρός στον κίνδυνο και καρτερικότητα στη δυστυχία. Ο Φρύγιος (ο τρόπος του διθυράμβου- όπως και ο ήχος του αυλού- έχει τη δύναμη να ξεσηκώνει και να φλογίζει τα πνεύματα. Την διδασκαλία περί ήθους διαπραγματεύονται περισσότερο ή λιγότερο συστηματικά όλοι σχεδόν οι θεωρητικοί της αρχαίας ελληνικής μουσικής, είτε για να την αποδεχτούν είτε για να την απορρίψουν. Πρώτος, όμως, την ανέπτυξε συστηματικά ο Δάμων ο Αθηναίος. Η προέλευση ωστόσο της διδασκαλίας πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στην αρχική σύνδεση της μουσικής με τη θρησκευτική λατρεία και τη μαγεία. Μέσα στις νέες ιστορικές συνθήκες της πόλης η τυφλή υποταγή στα τελετουργικά και στις εθιμικές επιταγές του παρελθόντος δεν αντιστοιχούσε πια στην κοινωνική θέση της τέχνης και ειδικά της μουσικής. Η διδασκαλία περί ήθους έρχεται λοιπόν να δώσει μία επιστημονική θεωρητική θεμελίωση σ’ αυτό που εμπειρικά ήταν ανέκαθεν γνωστό- ότι η μουσική επιδρά στη διαμόρφωση των καταστάσεων της ψυχής. Βέβαια, η σχετική απλότητα της μουσικής των Ελλήνων, τους επέτρεπε να διαπιστώνουν, με αυστηρό πειραματικό έλεγχο, την καλή ή κακή επίδραση των διαφόρων ήχων, πράγμα που θα ήταν αδύνατο σήμερα. Σίγουρα όμως, ως αρχή, η θεωρία του ήθους είναι σωστή και μπορεί στην εποχή μας ακόμη να μας διδάξει πολλά.
Σχετικά με το δεύτερο:
Σε δύο τουλάχιστον σημεία φαίνεται πως μπορεί να εντοπισθεί το νόημα αυτής της ευρείας έννοιας της μουσικής σ’ ό,τι αφορά την οργανική μουσική, αφενός μεν στην ταυτότητα ποιητικών και μουσικών ρυθμών και αφετέρου στην «ποιητικότητα» της οργανικής μουσικής. Δηλαδή στο ότι θα ήταν αδιανόητη μια καθαρά οργανική μουσική σύνθεση, το περιεχόμενο της οποίας δεν θα μπορούσε να εκφραστεί ποιητικά.
Στο βαθμό που μπορούμε να προσεγγίσουμε μέσα από τις πηγές την μουσική πραγματικότητα των κλασικών χρόνων, μπορούμε να πούμε ότι η ενότητα αυτή ποιητικού λόγου και μουσικού ήχου ήταν για την κλασική ελληνική ποίηση και μουσική μία πραγματικότητα αλλά οπωσδήποτε και ένα αισθητικό ιδανικό. Με την μεταβολή των ιστορικών προϋποθέσεων πάνω στις οποίες στηριζόταν, η πραγματικότητα αυτή έπαψε να υπάρχει. ως αισθητικό ιδανικό όμως συνέχισε να ασκεί μέχρι και την σύγχρονη εποχή μεγάλη επίδραση. Η επίδραση αυτή στους μεταγενέστερους ήταν τόσο μεγαλύτερη όσο η διάσωση του ποιητικού λόγου επέτρεπε την αξιολόγησή του, ενώ η σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια της μουσικής δεν επέτρεπε τον σχηματισμό μιας συγκεκριμένης, προσιτής στην ακοή, εικόνας για το πώς ήταν και άφηνε ελεύθερο τον δρόμο στην φαντασία. Έτσι η αρχαία ελληνική μουσική της κλασικής εποχής θεωρήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνους συχνά ως ιδανική μουσική.
Αρμονία των σφαιρών.
Σύμφωνα με τη Σχολή των Πυθαγόρειων, οι πλανήτες καθώς περιστρέφονται παράγουν διάφορους μουσικούς ήχους που δεν τους ακούμε. Αυτό το σύνολο των μουσικών ήχων λέγεται «αρμονία των σφαιρών». Η μουσική για τον Πυθαγόρα ήταν πάνω απ’ όλα μια μαθηματική επιστήμη η ουσία της οποίας ήταν ο αριθμός και η ομορφιά της, η έκφραση των αρμονικών σχέσεων των αριθμών. Η μουσική ήταν επίσης η εικόνα της ουράνιας αρμονίας, οι αρμονικές σχέσεις των αριθμών μεταφέρονταν στους πλανήτες. Καθώς λέει ο Πλάτωνας, η αστρονομία και η μουσική είναι αδελφές επιστήμες. (Όπως τα μάτια μας φτιάχτηκαν για την αστρονομία, έτσι και τα αυτιά μας φτιάχτηκαν για τη μουσική).
Ο Πλίνιος λέει ότι ο Πυθαγόρας ονόμαζε την απόσταση από τη Γη στη Σελήνη ένα τόνο, την απόσταση από τη Σελήνη στον Ερμή, ένα ημιτόνιο, από την Αφροδίτη στον Ήλιο ένα τόνο και μισό, κλπ. Ο Αριστείδης λέει ότι η δια πασών (όγδοη), εκφράζει την αρμονική κίνηση των πλανητών. Τέλος, ο Νικόμαχος, υποστηρίζει ότι τα ονόματα των επτά μουσικών φθόγγων πήραν την ονομασία τους από τους επτά πλανήτες και τη θέση τους προς τη Γη.
Κρόνος – Υπάτη
Δίας – Παρυπάτη
Άρης – Λιχανός ή Υπερμέση
Ήλιος – Μέση
Ερμής – Παραμέση
Αφροδίτη – Παρανήτη
Σελήνη – Νήτη
Η κίνηση του σύμπαντος και αυτή της ανθρώπινης ψυχής βασίζονται στις ίδιες αρμονικές αναλογίες αριθμών. Συνεπώς, η μουσική με την αριθμητική της αρχή αποτελεί απεικόνιση της τάξης του σύμπαντος, ασκεί όμως και αντίστροφα επίδραση στο θυμικό και το χαρακτήρα του ανθρώπου, και ως ηθικός και κοινωνικός παράγοντας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην εκπαίδευση και το δημόσιο βίο.
Χωρίς αμφιβολία, η μουσική παιδεία και μόρφωση των αρχαίων Ελλήνων ήταν αρκετά ωφέλιμη για αυτούς ως άτομα και για την κοινωνία τους γενικότερα. Κυρίως, γιατί λειτούργησε ως κίνητρο να μελετήσουν διάφορες απόψεις και πτυχές πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα, με αποτέλεσμα να διευρύνουν τις γνώσεις τους και να μάθουν και να πληροφορηθούν πράγματα που πραγματικά τους ενδιέφεραν. Ακόμη, έτσι, είχαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν το δικό τους σύμπαν σχετικά με το θέμα που μελέτησαν και να καταγράψουν όλα τα στοιχεία που απέσπασαν με πιο προσωπικό τρόπο. Μάλιστα, η προσπάθεια αυτή της ένωσης των διαφόρων στοιχείων και ένωσης των νοημάτων αποτέλεσε θαυμάσια εξάσκηση για τη βελτίωση της κριτικής τους ικανότητας.
Απόσπασμα από την «Ιστορία της Μουσικής» της Αμαλίας Ηλιάδη, φιλολόγου – ιστορικού. Περισσότερα εδώ: http://www.peemde.gr/portal/index.php?option=com_content&task=view&id=49&Itemid=34

Η Βρετανική Βιβλιοθήκη προβάλλει στο διαδίκτυο μεγάλο μέρος των ελληνικών χειρογράφων που διαθέτει


Τα χειρόγραφα, τα οποία διατίθενται δωρεάν στην ιστοσελίδα www.bl.uk/manuscripts ανήκουν σε μία από τις πιο σημαντικές συλλογές για τη μελέτη των περισσότερων από 2.000 ετών του ελληνικού πολιτισμού.
Η Βρετανική Βιβλιοθήκη στο Λονδίνο ανέβασε στο Ίντερνετ πάνω από το ένα τέταρτο των ελληνικών χειρογράφων που διαθέτει, τα οποία αντιστοιχούν σε περισσότερους από 280 τόμους, στο πιο πρόσφατο βήμα που γίνεται για την ψηφιοποίηση σημαντικών αρχαίων εγγράφων.
Τα χειρόγραφα, τα οποία διατίθενται δωρεάν στην ιστοσελίδα www.bl.uk/manuscripts ανήκουν σε μία, σύμφωνα με τη βιβλιοθήκη, από τις πιο σημαντικές συλλογές που υπάρχουν εκτός Ελλάδος για τη μελέτη των περισσότερων από 2.000 ετών του ελληνικού πολιτισμού.
Η βιβλιοθήκη έχει ένα σύνολο άνω των 1.000 ελληνικών χειρογράφων, άνω των 3.000 ελληνικών παπύρων και μια πλούσια συλλογή της πρώιμης ελληνικής τυπογραφίας.
Τα χειρόγραφα αυτά περιέχουν πληροφορίες για λόγιους που εργάστηκαν πάνω στη λογοτεχνία, την ιστορία, την επιστήμη, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία και την τέχνη της Ανατολικής Μεσογείου κατά την Κλασική και τη Βυζαντινή Περίοδο.
«Αυτό είναι ακριβώς ό,τι προσδοκούμε όλοι από τη νέα τεχνολογία, αλλά τόσο σπάνια παίρνουμε», δήλωσε η Μέρι Μπερντ, καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ σχετικά με την πρωτοβουλία αυτή, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
«Ανοίγει μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών σε όλους - από τους ειδικούς έως αυτούς που έχουν μια περιέργεια - οπουδήποτε στον κόσμο, δωρεάν», προσέθεσε.
Πρόκειται για την πιο πρόσφατη πρωτοβουλία της βιβλιοθήκης για να αποκτήσει πρόσβαση το ευρύτερο κοινό σε αρχαία και σπάνια έγγραφα.
www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ