Έτι κι έτι το ερώτημα: Πώς γεννιέται, πώς προκύπτει μια Γιορτή; Το καταγωγικό γεγονός πρέπει να είναι έκρηξη συλλογικής χαράς και η χαρά να αναβιώνει, πάντοτε εκρηκτική, σε κάθε επέτειο της πρώτης έκπληξης. Σήμερα στην Ελλάδα θα στήναμε Γιορτή, αν κάπου στο υπέδαφος της γης μας εντοπιζόταν κοίτασμα πετρελαίου ή φλέβα χρυσού. Το χρήμα μάς δίνει χαρά, το χρήμα θα γιορτάζαμε.
Κάποτε ο ελληνικός ή εξελληνισμένος κόσμος, γύρω από τη Μεσόγειο, κυνηγούσε άλλες χαρές: Πάλευε να βεβαιωθεί αν και κατά πόσο ενδέχεται «αθανατίζειν το θνητόν», «μετασχείν αθανασίας το ανθρώπινον γένος», «της αθανασίας μεταλαμβάνειν». Και «αθανασία» δεν σήμαινε απεριόριστη παράταση του βίου ή κάποιαν άσαρκη συνέχιση της ύπαρξης στον εφιάλτη ενός γραμμικά ατέλειωτου χρόνου. Αθανασία σήμαινε ελευθερία της ύπαρξης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει η προκαθορισμένη «φύση» ή «ουσία» του κάθε υπαρκτού, ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο, τη φθορά, τον θάνατο.
Σε αυτό τον κόσμο κατέφθασε άγγελμα χαράς, ευ-αγγέλιο, πρόξενος Γιορτής: Τα πάντα ξεκινάνε να υπάρχουν όχι από ανερμήνευτη αναγκαιότητα, αλλά από την ελευθερία μιας αυτοσυνείδητης έλλογης θέλησης. Σε φάτνη αλόγων, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός, φανερώνει την ελευθερία του από τη θεότητά του: Είναι Θεός, όχι επειδή υποχρεώνεται «εκ προηγουμένου λόγου» της θείας φύσης ή ουσίας του να είναι αυτό που είναι. Είναι Θεός επειδή είναι αγάπη, κορύφωμα ελευθερίας – η αγάπη - ελευθερία καθορίζει αυτό που είναι ο Θεός, όχι η θεότητά του. Γι’ αυτό και γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι ελευθερία αγάπης, δηλαδή υπαρκτικά απεριόριστος. Άνθρωπος, Χριστός Ιησούς, ελεύθερος από τις αναγκαιότητες και της ανθρώπινης φύσης ή ουσίας: ανασταίνεται από τους νεκρούς.
Αυτό το άγγελμα το προσλαμβάνει ο Έλληνας όχι σαν μια ακόμη επινόηση ερμηνευτική του οντολογικού αινίγματος, σπουδαιότερη επινόηση από την πλωτινική τριάδα (Εν-Νους-Ψυχή), τις πλατωνικές «Ιδέες», το αριστοτελικό «Πρώτον Κινούν – ταυτότητα νου και νοητού». Προσλαμβάνει το χριστιανικό ευ-αγγέλιο ο Έλληνας και γιορτάζει, σημαδεύει τη διαδοχή των αιώνων η συλλογική έκρηξη της χαράς – δεν συστήνεται ποτέ Γιορτή για φιλοσοφικές επινοήσεις. Το ευ-αγγέλιο είναι μαρτυρία μιας ανοιχτής σε επαλήθευση ιστορικής εμπειρίας: Επώνυμα πρόσωπα, με συγκεκριμένο σε τόπο και χρόνο εντοπισμό, «επόπται γεννηθέντες» των γεγονότων για τα οποία μαρτυρούν, αναλαμβάνουν να καταγράψουν τα όσα είδαν με τα μάτια τους και άκουσαν με τα αφτιά τους και ψηλάφησαν τα χέρια τους.
Δεν καταπίνεις εύκολα οποιοδήποτε θρησκευτικό ιδεολόγημα όταν έχεις πίσω σου (ή μάλλον μέσα σου, στην παιδεία σου) Πλάτωνα και Αριστοτέλη και Πλωτίνο. Ούτε γιορτάζεις χαζοχαρούμενα, αν δεν ανοίγεται μπροστά σου η δυναμική της εμπειρικής επαλήθευσης των όσων προσλαμβάνεις. Η Γέννηση του Χριστού, ενανθρώπιση του απροσπέλαστου Θεού, γίνεται για τον Έλληνα, επί αιώνες, γιορτινή έκρηξη χαράς, επειδή η πιστοποίηση του γεγονότος είναι ανοιχτή, προσφέρεται μέσα από το άθλημα της σχέσης. Το άθλημα το γνωρίζει ο Έλληνας, ξέρει ότι ψηλαφούμε την αλήθεια όχι μέσα από πληροφορίες (αυτό ισχύει μόνο για τα ιδεολογήματα), αλλά μόνο «κατά μετοχήν», όταν μετέχουμε στον τρόπο του αληθούς, στην πραγματοποίηση του αληθεύειν. Ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων δεν αντιπροσωπεύει αλλαγή θρησκευτικών «πεποιθήσεων», αλλά αλλαγή υπαρκτικού στόχου: Από το «άθλημα αληθείας» που ήταν η μετοχή στην Εκκλησία του Δήμου, πέρασαν στο «άθλημα αληθείας» που ήταν η Εκκλησία του ευχαριστιακού σώματος.
Κάποτε η συνέχεια της Γιορτής έσπασε. Το πώς και γιατί, είναι ερώτημα που συνοψίζει την τραγωδία του όψιμου, αφελληνισμένου Ελληνισμού και που οι Ελληνόφωνοι το απωθούμε ή το ξορκίζουμε με αφελείς δογματισμούς. Πάντως, δεν γιορτάζουμε πια Χριστούγεννα, ρεαλισμό επενδύσεων στην ελευθερία από τη θνητότητα – η θεσμοποιημένη επετειακή επανάληψη της Γιορτής δεν είναι έκρηξη χαράς. Γαντζωνόμαστε σε υποκατάστατα, μικροαπολαύσεις λησμοσύνης του θανάτου: Κάτι να χαρίσουμε, κάτι να μας χαρίσουν, να ευχηθούμε, να μας ευχηθούν, να ζωντανέψει η αλήθεια της ζωής ως σχέσης στην ανεμελιά των παιδιών, στην όση ζεστασιά της οικογένειας ή της φιλίας, σε όποιο ξέφτι κοινωνίας απομένει στην εγωκεντρική βιοτή μας.
Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά από τη στιγμή που απεμπόλησε την ταυτότητά του: την προτεραιότητα των «κοινών», την ταύτιση του κοινωνείν με το αληθεύειν, τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας ως πρώτο ζητούμενο. Με αυτή την ταυτότητα έδωσε ο Ελληνισμός γλώσσα στο χριστιανικό ευ-αγγέλιο, το έκανε Εικόνα, ποίηση, μέλος, δραματουργία, φιλόσοφο λόγο, θεσμό επισκοπής, ενορίας, συνόδου. Μια ατομοκεντρική συλλογικότητα μόνο ψευδωνύμως μπορεί να λέγεται ελληνική και μια ατομοκεντρική θρησκευτικότητα δεν έχει την παραμικρή σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός.
Από τη Γιορτή των Χριστουγέννων μας χωρίζει «χάσμα μέγα», αγεφύρωτο, διαφοράς τρόπου της ύπαρξης. Την εκκλησιαστική Εικόνα την αντικαταστήσαμε με θρησκευτικές ζωγραφιές, τη δραματουργία με εθιμοτυπικά στερεότυπα, το εκκλησιαστικό μέλος με συναισθηματικές καντάδες ή μουσειακά ιδιότυπα ακούσματα, την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τσιμεντένιες τούρτες τερατώδους ακαλαισθησίας. Όλα πια στοχεύουν στο άτομο: να το εντυπωσιάσουν, να το συγκινήσουν, να το διδάξουν, να το υποβάλουν. Το κήρυγμα, η κατήχηση, αποκομμένα από το εκκλησιαστικό γεγονός, υπηρετούν αποκλειστικά την ατομοκεντρική, ενστικτώδη θρησκευτικότητα. Ποια χαρά Γιορτής να προκύψει, όταν η ζωή είναι εγκλωβισμένη στο εγώ, στη μονοτροπία της φθοράς, της θνητότητας, στην αλογία μεταφυσικών εκζητήσεων ατομικής σωτηρίας, ατομικών αξιομισθιών;
Κάθε φορά που ενθρονίζεται νέος αρχιεπίσκοπος αναθαρρεύουν οι ελπίδες: Δεν μπορεί, αυτός κάτι θα έχει διδαχθεί από τη νέκρα ή την παρδαλή εντυπωσιοθηρία των προκατόχων του. Κάτι θα καταλαβαίνει από τη ζωτική, κατεπείγουσα ανάγκη να αποκαταστήσει εκκλησιαστική λατρεία αντί για θρησκευτικο-μαγικές ιερουργίες, εκκλησιαστικό κήρυγμα αντί για θρησκευτικά, ηθικολογικά φληναφήματα, κατήχηση, μύηση στην ποίηση, στην Εικόνα, στην εκκλησιαστική άσκηση, όχι «διδακτικές» παιδαριωδίες. Να ξαναγίνει η ενορία λαϊκό σώμα, να πάψει να είναι το ανάλογο παραρτημάτων του ΙΚΑ. Να γνοιαστεί για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που βιώνουν οι κληρικοί του, να είναι συλλειτουργός, όχι διοικητής.
Και κάθε φορά οι ελπίδες καταρρέουν. Ίσως για να «τελειούται η δύναμις» της ελπίδας «εν ασθενεία». Ίσως γιατί «χάσμα μέγα» μας χωρίζει από το ευ-αγγέλιο και η οδύνη της ορφάνιας είναι γέφυρα επανασύνδεσης.
Χρήστος Γιανναράς
«Καθημερινή» 25/12/2009
Κάποτε ο ελληνικός ή εξελληνισμένος κόσμος, γύρω από τη Μεσόγειο, κυνηγούσε άλλες χαρές: Πάλευε να βεβαιωθεί αν και κατά πόσο ενδέχεται «αθανατίζειν το θνητόν», «μετασχείν αθανασίας το ανθρώπινον γένος», «της αθανασίας μεταλαμβάνειν». Και «αθανασία» δεν σήμαινε απεριόριστη παράταση του βίου ή κάποιαν άσαρκη συνέχιση της ύπαρξης στον εφιάλτη ενός γραμμικά ατέλειωτου χρόνου. Αθανασία σήμαινε ελευθερία της ύπαρξης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει η προκαθορισμένη «φύση» ή «ουσία» του κάθε υπαρκτού, ελευθερία από τον χρόνο, τον χώρο, τη φθορά, τον θάνατο.
Σε αυτό τον κόσμο κατέφθασε άγγελμα χαράς, ευ-αγγέλιο, πρόξενος Γιορτής: Τα πάντα ξεκινάνε να υπάρχουν όχι από ανερμήνευτη αναγκαιότητα, αλλά από την ελευθερία μιας αυτοσυνείδητης έλλογης θέλησης. Σε φάτνη αλόγων, στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, η Αιτιώδης Αρχή των υπαρκτών, ο Θεός, φανερώνει την ελευθερία του από τη θεότητά του: Είναι Θεός, όχι επειδή υποχρεώνεται «εκ προηγουμένου λόγου» της θείας φύσης ή ουσίας του να είναι αυτό που είναι. Είναι Θεός επειδή είναι αγάπη, κορύφωμα ελευθερίας – η αγάπη - ελευθερία καθορίζει αυτό που είναι ο Θεός, όχι η θεότητά του. Γι’ αυτό και γίνεται άνθρωπος, χωρίς να πάψει να είναι ελευθερία αγάπης, δηλαδή υπαρκτικά απεριόριστος. Άνθρωπος, Χριστός Ιησούς, ελεύθερος από τις αναγκαιότητες και της ανθρώπινης φύσης ή ουσίας: ανασταίνεται από τους νεκρούς.
Αυτό το άγγελμα το προσλαμβάνει ο Έλληνας όχι σαν μια ακόμη επινόηση ερμηνευτική του οντολογικού αινίγματος, σπουδαιότερη επινόηση από την πλωτινική τριάδα (Εν-Νους-Ψυχή), τις πλατωνικές «Ιδέες», το αριστοτελικό «Πρώτον Κινούν – ταυτότητα νου και νοητού». Προσλαμβάνει το χριστιανικό ευ-αγγέλιο ο Έλληνας και γιορτάζει, σημαδεύει τη διαδοχή των αιώνων η συλλογική έκρηξη της χαράς – δεν συστήνεται ποτέ Γιορτή για φιλοσοφικές επινοήσεις. Το ευ-αγγέλιο είναι μαρτυρία μιας ανοιχτής σε επαλήθευση ιστορικής εμπειρίας: Επώνυμα πρόσωπα, με συγκεκριμένο σε τόπο και χρόνο εντοπισμό, «επόπται γεννηθέντες» των γεγονότων για τα οποία μαρτυρούν, αναλαμβάνουν να καταγράψουν τα όσα είδαν με τα μάτια τους και άκουσαν με τα αφτιά τους και ψηλάφησαν τα χέρια τους.
Δεν καταπίνεις εύκολα οποιοδήποτε θρησκευτικό ιδεολόγημα όταν έχεις πίσω σου (ή μάλλον μέσα σου, στην παιδεία σου) Πλάτωνα και Αριστοτέλη και Πλωτίνο. Ούτε γιορτάζεις χαζοχαρούμενα, αν δεν ανοίγεται μπροστά σου η δυναμική της εμπειρικής επαλήθευσης των όσων προσλαμβάνεις. Η Γέννηση του Χριστού, ενανθρώπιση του απροσπέλαστου Θεού, γίνεται για τον Έλληνα, επί αιώνες, γιορτινή έκρηξη χαράς, επειδή η πιστοποίηση του γεγονότος είναι ανοιχτή, προσφέρεται μέσα από το άθλημα της σχέσης. Το άθλημα το γνωρίζει ο Έλληνας, ξέρει ότι ψηλαφούμε την αλήθεια όχι μέσα από πληροφορίες (αυτό ισχύει μόνο για τα ιδεολογήματα), αλλά μόνο «κατά μετοχήν», όταν μετέχουμε στον τρόπο του αληθούς, στην πραγματοποίηση του αληθεύειν. Ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων δεν αντιπροσωπεύει αλλαγή θρησκευτικών «πεποιθήσεων», αλλά αλλαγή υπαρκτικού στόχου: Από το «άθλημα αληθείας» που ήταν η μετοχή στην Εκκλησία του Δήμου, πέρασαν στο «άθλημα αληθείας» που ήταν η Εκκλησία του ευχαριστιακού σώματος.
Κάποτε η συνέχεια της Γιορτής έσπασε. Το πώς και γιατί, είναι ερώτημα που συνοψίζει την τραγωδία του όψιμου, αφελληνισμένου Ελληνισμού και που οι Ελληνόφωνοι το απωθούμε ή το ξορκίζουμε με αφελείς δογματισμούς. Πάντως, δεν γιορτάζουμε πια Χριστούγεννα, ρεαλισμό επενδύσεων στην ελευθερία από τη θνητότητα – η θεσμοποιημένη επετειακή επανάληψη της Γιορτής δεν είναι έκρηξη χαράς. Γαντζωνόμαστε σε υποκατάστατα, μικροαπολαύσεις λησμοσύνης του θανάτου: Κάτι να χαρίσουμε, κάτι να μας χαρίσουν, να ευχηθούμε, να μας ευχηθούν, να ζωντανέψει η αλήθεια της ζωής ως σχέσης στην ανεμελιά των παιδιών, στην όση ζεστασιά της οικογένειας ή της φιλίας, σε όποιο ξέφτι κοινωνίας απομένει στην εγωκεντρική βιοτή μας.
Ο Ελληνισμός τέλειωσε ιστορικά από τη στιγμή που απεμπόλησε την ταυτότητά του: την προτεραιότητα των «κοινών», την ταύτιση του κοινωνείν με το αληθεύειν, τη χαρά των σχέσεων κοινωνίας ως πρώτο ζητούμενο. Με αυτή την ταυτότητα έδωσε ο Ελληνισμός γλώσσα στο χριστιανικό ευ-αγγέλιο, το έκανε Εικόνα, ποίηση, μέλος, δραματουργία, φιλόσοφο λόγο, θεσμό επισκοπής, ενορίας, συνόδου. Μια ατομοκεντρική συλλογικότητα μόνο ψευδωνύμως μπορεί να λέγεται ελληνική και μια ατομοκεντρική θρησκευτικότητα δεν έχει την παραμικρή σχέση με το εκκλησιαστικό γεγονός.
Από τη Γιορτή των Χριστουγέννων μας χωρίζει «χάσμα μέγα», αγεφύρωτο, διαφοράς τρόπου της ύπαρξης. Την εκκλησιαστική Εικόνα την αντικαταστήσαμε με θρησκευτικές ζωγραφιές, τη δραματουργία με εθιμοτυπικά στερεότυπα, το εκκλησιαστικό μέλος με συναισθηματικές καντάδες ή μουσειακά ιδιότυπα ακούσματα, την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική με τσιμεντένιες τούρτες τερατώδους ακαλαισθησίας. Όλα πια στοχεύουν στο άτομο: να το εντυπωσιάσουν, να το συγκινήσουν, να το διδάξουν, να το υποβάλουν. Το κήρυγμα, η κατήχηση, αποκομμένα από το εκκλησιαστικό γεγονός, υπηρετούν αποκλειστικά την ατομοκεντρική, ενστικτώδη θρησκευτικότητα. Ποια χαρά Γιορτής να προκύψει, όταν η ζωή είναι εγκλωβισμένη στο εγώ, στη μονοτροπία της φθοράς, της θνητότητας, στην αλογία μεταφυσικών εκζητήσεων ατομικής σωτηρίας, ατομικών αξιομισθιών;
Κάθε φορά που ενθρονίζεται νέος αρχιεπίσκοπος αναθαρρεύουν οι ελπίδες: Δεν μπορεί, αυτός κάτι θα έχει διδαχθεί από τη νέκρα ή την παρδαλή εντυπωσιοθηρία των προκατόχων του. Κάτι θα καταλαβαίνει από τη ζωτική, κατεπείγουσα ανάγκη να αποκαταστήσει εκκλησιαστική λατρεία αντί για θρησκευτικο-μαγικές ιερουργίες, εκκλησιαστικό κήρυγμα αντί για θρησκευτικά, ηθικολογικά φληναφήματα, κατήχηση, μύηση στην ποίηση, στην Εικόνα, στην εκκλησιαστική άσκηση, όχι «διδακτικές» παιδαριωδίες. Να ξαναγίνει η ενορία λαϊκό σώμα, να πάψει να είναι το ανάλογο παραρτημάτων του ΙΚΑ. Να γνοιαστεί για τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που βιώνουν οι κληρικοί του, να είναι συλλειτουργός, όχι διοικητής.
Και κάθε φορά οι ελπίδες καταρρέουν. Ίσως για να «τελειούται η δύναμις» της ελπίδας «εν ασθενεία». Ίσως γιατί «χάσμα μέγα» μας χωρίζει από το ευ-αγγέλιο και η οδύνη της ορφάνιας είναι γέφυρα επανασύνδεσης.
Χρήστος Γιανναράς
«Καθημερινή» 25/12/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου