Ο Λιαντίνης αισθανόταν πολύ περήφανος που ήταν Έλληνας, αλλά πικραινόταν πολύ με τα στραβά της φυλής μας. Ήταν στιγμές που ένοιωθε ότι πρέπει να τα διορθώσει μόνος του.
Κάθε καλοκαίρι όταν πήγαινε για διακοπές στο εξοχικό του μάζευε τα παιδιά του σχολείου και καθάριζε μαζί τους την παραλία. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο. Τόσο που τον έμαθαν και οι μαγαζάτορες και οι ψαράδες της περιοχής: "Καλώς τον Δημητρό, που ήρθε να μας μάσει τα σκουπίδια" του έλεγαν.
Αυτό γινόταν κάθε καλοκαίρι. Βέβαια τα παιδιά από ένα σημείο και μετά δεν ερχόταν μαζί του. Αυτός όμως κάθε πρωί ήταν στην παραλία και κοίταζε μήπως υπάρχουν σκουπίδια, για να τα καθαρίσει.
Μια μέρα λοιπόν καθώς καθάριζε σκουπίδια τον είδε ένας Βέλγος τουρίστας -γιατρός ήταν- και άρχισε να διαμαρτύρεται για "τους βρώμικους Έλληνες που έχουν μία τόσο όμορφη χώρα και δεν την σέβονται". Στην συνέχεια άρχισε να του δίνει διαταγές: "Πάρε και αυτό, μάζεψε και εκείνο..." Ο Λιαντίνης αντέδρασε:
Λιαντίνης: Για ποιον με περνάς;
Βέλγος: Καθαριστής του δήμου δεν είσαι;
Λιαντίνης: Όχι, δάσκαλος στο πανεπιστήμιο.
Ο Βέλγος έβγαλε το καπέλο του, που το φορούσε για να προστατευτεί από τον ήλιο, ώστε να δείξει τον θαυμασμό του και του είπε:
Έπρεπε να το δω αυτό, για να πω ότι η αρχαία Ελλάδα δεν πέθανε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου