Το κλασικό πνεύμα άρχισε με τον Όμηρο. Στον Οδυσσέα
ενσαρκώνεται ο αιώνιος άνθρωπος, που συντόνισε την πράξη του με τον αιώνιο
ρυθμό. Η ζωή του Οδυσσέα είναι η ανθρώπινη κίνηση απάνου στην ασύλληπτη
εφαπτομένη της ύλης και της μορφής. Μέσα στη χειροποίητη σχεδία του έχουν
αποθέσει τις συνταγές και τα φάρμακα, τα εργαλεία, τα όπλα και τα σκεύη τους
όλες οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες και οι τέχνες.
Ο Οδυσσέας είναι ο άνθρωπος, που όλα τα γνώρισε και όλα τα δοκίμασε. Και τη δύναμη της μουσικής την ενίκησε σαν τον Απόλλωνα και στον ασφοδελό λειμώνα κατέβηκε σαν το νεκρό Διόνυσο, και με τη θεά κοιμήθηκε νύχτες και νύχτες, και την αθανασία που τούταξαν την κλώτσησε κλαίγοντας.
Κάθε φορά που νίκαγε κι ένα καινούργιο τέρας, επιβεβαίωνε τη διαίσθησή του ότι τραβάει σωστά τον ανθρώπινο δρόμο, ότι έσωσε πάλι να μη γκρεμισθεί από τη νοητή γραμμή της ακμής όπως οι σύντροφοί του, που ένας - ένας γλιστρώντας στη γοητεία της απόκλισης ξεπέφτανε από άνθρωποι σε βοσκήματα.
Η επιστροφή στην Ιθάκη ήταν αξεδιάλυτα δεμένη με την ανάγκη να μείνει άνθρωπος. Και για να μείνει άνθρωπος, έπρεπε να ξεφύγει από όλα τα φίλτρα της Κίρκης, τα καλέσματα δηλαδή προς το ζώο, που κάθε φορά πηδούσαν μπροστά του με αλλαγμένη όψη.
Το βαθύτερο νόημα του νόστου δεν βρίσκεται στο ότι ο ήρωας ποθεί να εύρει την Ιθάκη, αλλά στο ότι λαχταράει να μη χάσει τον εαυτό του.
Το φθάσιμο στην Ιθάκη σημαίνει ότι έμεινε ως το τέλος άνθρωπος. Τίποτ' άλλο δεν είχε κι ούτε χρειαζόταν να κάμει. Γι' αυτό και η εκδοχή, ότι άφησε πάλι βαρυεστημένος το νησί και ξαναρίχθηκε στις θάλασσες, σε καμία περίπτωση δεν ημπορεί να έχει κλασσική προέλευση.
Ο γυρισμός του Οδυσσέα φανερώνει ότι το κλασσικό πνεύμα στην τελική του μαρτυρία καταφάσκει τη ζωή. Ο άνθρωπος δικαιώνεται σίγουρα, αβίαστα και απλά. Πράγμα που δεν συμβαίνει με το ευρωπαϊκό πνεύμα, όπως ημπορεί να δείξει μια σπουδή του Faust, που αποτελεί το αντίστοιχο του Οδυσσέα μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα.
Το κλασσικό πνεύμα ετελείωσε με τον Παρθενώνα, το ναό της Αθηνάς. Η Αθηνά για τους έλληνες ήταν η προστάτιδα της σοφίας αλλά και η υπέρμαχος του Οδυσσέα. Εν όσω ζούσε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, δαιμόνια, αεικίνητη, φροντιστική, οδηγήτρια και πολύτροπη, είχε για ναό της τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Όταν όμως στην περίκλεια εποχή ο κλασσικός άνθρωπος ξέφυγε με μια ενθουσιασμένη ιαχή κατρακύλας από τη γραμμή της ακμής, ο Οδυσσέας πέθανε. Εκαταβούλιαξε μέσα στο ανώνυμο σμάρι των συντρόφων. Εκείνη την ώρα ήταν φυσικό η ψυχή της Αθηνάς, που ζούσε μέσα του, η σ ο φ ί α του κλασσικού πνεύματος, να ζητήσει το ναό που θα σκέπαζε το σεπτό σκήνωμά της. Ήταν λοιπόν ανάγκη αδήριτη, αίτημα γεωμετρικό, το ναό να τον χτίσει ο Περικλής, κι ο ναός να γίνει το ωραιότερο μνημείο του κλασσικού κόσμου. Σύμβολο ατελεύτητου θανάτου, αφού αιώνια ήταν και η ζωή που σκέπασε.
Στα δύο αετώματα του Παρθενώνα οι συνιστώσες του διονυσιακού και του απολλώνειου ανερχόμενες ήρεμα απολήγουν σε μίαν ακμή. Εάν συλ-λογισθεί κανείς τη δυναμική ένταση, που κρύβει αυτό το μορφικό σχήμα, τότε το αέτωμα μεταβάλλεται αυτόματα σ' ένα τανυσμένο τόξο, όμοιο με το τόξο του Ηράκλειτου, το οποίο ο εφέσιος σοφός διασκέδαζε να το ονομάζει άλλοτε ζωή (βίος), και άλλοτε θάνατο (βιός). Ποιος ξέρει, αν αυτό το τόξο η θεωρία του Ηράκλειτου δεν το δανείσθηκε από την πράξη του Ηρακλή!
Ο Οδυσσέας είναι ο άνθρωπος, που όλα τα γνώρισε και όλα τα δοκίμασε. Και τη δύναμη της μουσικής την ενίκησε σαν τον Απόλλωνα και στον ασφοδελό λειμώνα κατέβηκε σαν το νεκρό Διόνυσο, και με τη θεά κοιμήθηκε νύχτες και νύχτες, και την αθανασία που τούταξαν την κλώτσησε κλαίγοντας.
Κάθε φορά που νίκαγε κι ένα καινούργιο τέρας, επιβεβαίωνε τη διαίσθησή του ότι τραβάει σωστά τον ανθρώπινο δρόμο, ότι έσωσε πάλι να μη γκρεμισθεί από τη νοητή γραμμή της ακμής όπως οι σύντροφοί του, που ένας - ένας γλιστρώντας στη γοητεία της απόκλισης ξεπέφτανε από άνθρωποι σε βοσκήματα.
Η επιστροφή στην Ιθάκη ήταν αξεδιάλυτα δεμένη με την ανάγκη να μείνει άνθρωπος. Και για να μείνει άνθρωπος, έπρεπε να ξεφύγει από όλα τα φίλτρα της Κίρκης, τα καλέσματα δηλαδή προς το ζώο, που κάθε φορά πηδούσαν μπροστά του με αλλαγμένη όψη.
Το βαθύτερο νόημα του νόστου δεν βρίσκεται στο ότι ο ήρωας ποθεί να εύρει την Ιθάκη, αλλά στο ότι λαχταράει να μη χάσει τον εαυτό του.
Το φθάσιμο στην Ιθάκη σημαίνει ότι έμεινε ως το τέλος άνθρωπος. Τίποτ' άλλο δεν είχε κι ούτε χρειαζόταν να κάμει. Γι' αυτό και η εκδοχή, ότι άφησε πάλι βαρυεστημένος το νησί και ξαναρίχθηκε στις θάλασσες, σε καμία περίπτωση δεν ημπορεί να έχει κλασσική προέλευση.
Ο γυρισμός του Οδυσσέα φανερώνει ότι το κλασσικό πνεύμα στην τελική του μαρτυρία καταφάσκει τη ζωή. Ο άνθρωπος δικαιώνεται σίγουρα, αβίαστα και απλά. Πράγμα που δεν συμβαίνει με το ευρωπαϊκό πνεύμα, όπως ημπορεί να δείξει μια σπουδή του Faust, που αποτελεί το αντίστοιχο του Οδυσσέα μέσα στο ευρωπαϊκό πνεύμα.
Το κλασσικό πνεύμα ετελείωσε με τον Παρθενώνα, το ναό της Αθηνάς. Η Αθηνά για τους έλληνες ήταν η προστάτιδα της σοφίας αλλά και η υπέρμαχος του Οδυσσέα. Εν όσω ζούσε μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, δαιμόνια, αεικίνητη, φροντιστική, οδηγήτρια και πολύτροπη, είχε για ναό της τον ίδιο τον Οδυσσέα.
Όταν όμως στην περίκλεια εποχή ο κλασσικός άνθρωπος ξέφυγε με μια ενθουσιασμένη ιαχή κατρακύλας από τη γραμμή της ακμής, ο Οδυσσέας πέθανε. Εκαταβούλιαξε μέσα στο ανώνυμο σμάρι των συντρόφων. Εκείνη την ώρα ήταν φυσικό η ψυχή της Αθηνάς, που ζούσε μέσα του, η σ ο φ ί α του κλασσικού πνεύματος, να ζητήσει το ναό που θα σκέπαζε το σεπτό σκήνωμά της. Ήταν λοιπόν ανάγκη αδήριτη, αίτημα γεωμετρικό, το ναό να τον χτίσει ο Περικλής, κι ο ναός να γίνει το ωραιότερο μνημείο του κλασσικού κόσμου. Σύμβολο ατελεύτητου θανάτου, αφού αιώνια ήταν και η ζωή που σκέπασε.
Στα δύο αετώματα του Παρθενώνα οι συνιστώσες του διονυσιακού και του απολλώνειου ανερχόμενες ήρεμα απολήγουν σε μίαν ακμή. Εάν συλ-λογισθεί κανείς τη δυναμική ένταση, που κρύβει αυτό το μορφικό σχήμα, τότε το αέτωμα μεταβάλλεται αυτόματα σ' ένα τανυσμένο τόξο, όμοιο με το τόξο του Ηράκλειτου, το οποίο ο εφέσιος σοφός διασκέδαζε να το ονομάζει άλλοτε ζωή (βίος), και άλλοτε θάνατο (βιός). Ποιος ξέρει, αν αυτό το τόξο η θεωρία του Ηράκλειτου δεν το δανείσθηκε από την πράξη του Ηρακλή!
Δημήτρης Λιαντίνης, Χάσμα Σεισμού, σελ. 142
Σαν χθες 23 Ιουλίου 1942 γεννήθηκε ο Δημήτρης Λιαντίνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου