Η ζωή είναι κίνηση, αδιάκοπη μεταβολή, συνεχής ανανέωση, αναπροσαρμογή, πορεία μετεξέλιξης, επανάσταση. Και όλα αυτά όχι για να προχωρεί κανένας μπροστά. Αλλά για να μένει ακίνητος, χωρίς ωστόσο να σαπίζει μέσα στην ακινησία του.
Αγωνίζομαι συνέχεια όχι για να πετύχω το καλύτερο, αλλά για να μην πέσω στο χειρότερο. Χρειάζομαι να προχωρώ όχι για να φτάσω, αλλά για να μην υπολειφθώ.
Σε τούτο το παράλογο θέατρο η φυσική επιστήμη δίνει λογική εξήγηση:
Η κίνηση του ανθρώπου που περιγράφει την πορεία της ζωής του δεν γίνεται σε αναφορά προς τον τόπο, αλλά σε αναφορά προς το χρόνο. Ό,τι κινείται δίπλα μου και παράλληλα με μένα δεν είναι ο τόπος αλλά ο χρόνος. Σωστότερα είναι ο χωροχρόνος, γιατί σε κάποιο επίπεδο χώρος και χρόνος γίνουνται ένα.
Καθώς λοιπόν κινούμαι συντονισμένα και παράλληλα με το χρόνο; ενώ τρέχω μπροστά, στην πραγματικότητα μένω ακίνητος. Φαντάσου έναν ίππο που τρέχει με την ίδια γρηγοράδα δίπλα σ' ένα τραίνο. (Είναι ένα αρμονικό ξεδίπλωμα ισορροπίας που το σιδερένιο άλογο δε νικάει το ζωντανό πουλάρι, σύμφωνα με την πικρή εικόνα του Σεργκέι Γιεσένιν).
Εδώ η ουσία και το νόημα δεν είναι ξεκινώντας από την Αθήνα να φτάσω στο Κακοσάλεσι ή στο Λιανοκλάδι, όπου θα φτάσει και το τραίνο. Η ουσία και το νόημα είναι να τρέχω, για να βρίσκομαι πάντα δίπλα στo τραίνο, ανεξάρτητα από το για πού τραβάει το τραίνο.
Έτσι παρότι τρέχω μπροστά, σε σχέση με το χρόνο μένω ακίνητος. Αλλά αυτή είναι η ακινησία η δημιουργική και η πλάστρα. Γιατί την καταπληρεί και την ερεθίζει η δύναμη και η οργανικότητα της φύσης. Σε αντίθεση με τη στατική ακινησία που δεν ξεκινά ποτέ από το σταθμό. Τη στατική ακινησία την απειλεί και τελικά την αλώνει η διάλυση και η σήψη.
Λαχανιάζω και κάνω το παν, προκειμένου να πετύχω να τρέχω πάντα δίπλα στο βέλος του χρόνου. Τώρα η ακινησία μου είναι θυελλώδης, και ενεργητική η αδράνειά μου. Όμοια όπως η γη, που ενώ φαίνεται ακίνητη, εντούτοις καλπάζει στο χάος με μια ταχύτητα που ξεπερνά τα τέσσερα χιλιόμετρα στο δευτερόλεπτο, 4 km/sec.
Αυτό είναι το μεγάλο και το μυστήριο της ζωής και της φύσης. Είναι εκείνο ακριβώς, που ο Ηράκλειτος το συνέλαβε, σε μια από τις πρώτες τιτανικές καταλαμπές του ανθρώπινου πνεύματος, και το ονόμασε ανάπαυση μέσα στη μεταβολή.
Στο επίπεδο της πολιτικής πράξης, ο Λένιν τούτο το μεγάλο και το μυστήριο το συνόψισε στην εικόνα του επαγγελματία επαναστάτη. Σε αντίθεση με τον επαγγελματία γραφειοκράτη του σταλινικού φαινόμενου αργότερα, που οδήγησε την Oχτωβριανή Επανάσταση στην ακινησία της σήψης.
Επαγγελματίας επαναστάτης είναι το νερό στο ποτάμι. Επαγγελματίας γραφειοκράτης είναι το νερό στη λίμνη. Εκεί η ποικιλία, το θέαμα, ο κίνδυνος, η εναλλαγή, η εμορφιά, τα χρώματα, η βουή του καταρράχτη, η άσωτη σπατάλη του πικραμένου και του αμίλητου. Εδώ η λάσπη, τα βατράχια, οι κώνωπες.
Το πρώτο είναι να θερίζεις, να αλέθεις και να ζυμώνεις το όνειρο· να φορτίζεις τη μοναξιά σου με γιορτή· να ζωγραφίζεις τον άνεμο. Το άλλο είναι κάκτοι στην πέτρα, οι ακροατές συναυλίας με αυτιά γαϊδάρου, η αποστειρωμένη δροσιά την αυγή, το μεγάλο Mικρό.
Στο επίπεδο της παιδείας τούτο το μεγάλο και το μυστήριο της φύσης και της ζωής ο Ρουσσώ το περιγράφει με την αρνητική παιδαγωγική του.
Στην πραγματικότητα η παιδαγωγική του Ρουσσώ, που κομίζει σαν ακραίο το μήνυμα και το αίτημα της αρνητικής ευτυχίας, του αρκεσμού στο ελάχιστο, και της οικείωσης με τα βάσανα, είναι η μεταφορά και η εφαρμογή ενός βασικού νόμου της Φυσικής στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Πρόκειται για το δεύτερο νόμο της θερμoδυναμικής. Είναι ο νόμος που διαφoρετικά λέγεται νόμος της εντροπίας.
O νόμος της εντροπίας είναι το ελατήριο που ξετυλίγεται αργά. Oρίζει: ένα κλειστό σύστημα τείνει στην αταξία, διολισθαίνει δηλαδή συνεχώς και αδυσώπητα προς τη διάλυση και τον αφανισμό του, εάν δε δέχεται έξω από τον εαυτό του την ενέργεια που χρειάζεται για να το συντηρεί. Αυτή η ενέργεια είναι η συνεχής τροφοδότηση που θα το διατηρεί στην κατάσταση της αρχικής τάξης.
Εάν λόγου χάρη κλειδώσεις ένα σπίτι (κλειστό σύστημα) και το εγκαταλείψεις, κάποτε θα γκρεμιστεί από μόνο του. Εάν εγκαταλείψεις ένα καινούργιο αυτοκίνητο (κλειστό σύστημα) και δεν το ξαναγγίξεις, με τον καιρό θα οξειδωθεί και θα λειώσει. Και αντίστροφα: ένα σπίτι που το κατοικείς και συνέχεια το λατρεύεις (η ενέργεια απ' έξω), δε θα γίνει ποτέ ερείπιo.
O αρνητικός χαρακτήρας της παιδαγωγικής του Ρουσσώ έρχεται να πολεμήσει τούτο τον ανήλεο νόμο της εντροπίας -που οι φυσικοί λένε ότι μια μέρα θα γίνει η αιτία να πεθάνει το σύμπαν- καθώς η δράση του μεταφέρεται από τη φύση στην ιστορία, και από τη σχέση των πραγμάτων στην ηθική του ανθρώπου.
Μάθε το νέο να υποφέρει, και δε θα είναι ποτέ δυστυχής. Μάθε τον να τρέχει όπως το βέλος του χρόνου, και παρότι θα φαίνεται ακίνητος θά 'ναι πάντα σφριγηλός. Όπως το λουλούδι την άνοιξη· ο καρπός το καλοκαίρι· το χιόνι το χειμώνα.
Μάθε το νέο να μάχεται με κόπο αλησμόνητο τις αδυναμίες και τη ροπή του προς το εύκoλo. Μάθε τον να αντιστέκεται στην εγγενή ηθική εντροπία του, που είναι αόρατη και ύπουλη όσο η νοτιά και η σκόνη.
Η εντροπία στον άνθρωπο είναι η δύναμη που συνεχώς τον σπρώχνει στη νωθρότητα, στην αβελτερία, στον εφησυχασμό, στη μισητή φιλαυτία, στη χειμέρια νάρκη του μυαλού και της σάρκας. Εντροπία είναι η ηθική βαρύτητα που ακατάπαυστα μας σπρώχνει προς τα κάτω, προς το κακό, προς τον εκφυλισμό.
Εντροπία λόγου χάρη ήταν η αβουλησία και η λησμοσύνη28 μπροστά στην άνεση και στις ηδονές που βρήκανε σαν έφτασαν στο νησί της Κίρκης, και που έκαμε τους συντρόφους του Oδυσσέα από βλοσυρούς ταξιδευτές στις θάλασσες γρυλλίζοντες χοίρους στα παλάτια της μάγισσας.
Εκατό χρόνους μετά το Ρουσσώ, την αρνητική παιδαγωγική του για την καταπολέμηση της ηθικής εντροπίας ο Νίτσε την επαναδιατύπωσε μ' ένα σύνθημα-βρυχηθμό: Wille zur Macht. Βούληση για δύναμη.
Πολεμήστε, είπε ο Νίτσε, το σκουλήκι της αδυναμίας μέσα σας, το φτηνό εγωισμό σας, την αδιαφορία σας για το συνάνθρωπο, τις προλήψεις της ηθικής σας. Και ξεδιπλώστε στα φτερά του αγέρα τον αητό! Τότε θα αποβασκάνετε το παρόν. Και θα ιδρύσετε το μέλλον του ανθρώπου.
Και διακόσιους χρόνους μετά το Ρουσσώ, ένας άλλος πατριώτης του ξανακύρωσε την αρνητική παιδαγωγική μέσα από δρόμους φιλοσοφικούς. Αυτός μάλιστα χρησιμοποίησε σαν πηγή τους έλληνες. Ως γνωστό οι έλληνες τά 'χουν πει όλα.
Πρέπει να φανταστούμε, ισχυρίζεται ο Καμύ, ότι ο Σίσυφος, που είχε για δουλειά του το μαρτύριο να ανεβάσει την πέτρα στην κορυφή του βουνού που θα ξαναγκρεμιστεί στη βάση για να την ξανασηκώσει και έτσι επ' άπειρον, ήταν ευτυχισμένος.
Δε μας έρχεται εύκολο να φανταστούμε ευτυχισμένο το Σίσυφο!
Στον καιρό μας, μέσα στην παρακοή των δασκάλων, στο πήξιμο των σχολείων, και στη γενική ακηδία των μαζών, φωνές όπως εκείνες του Καμύ και του Νίτσε, μέσα στη δύναμη και τη φεγγοβολή τους, είναι μεμονωμένες και έρημες:
Oλίγo φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι' έρμο, που τραγούδηοε ο Σολωμός για τους τραγικούς, ακριβώς επειδή ήσαν αληθινοί, Μεσολογγίτες.
Αντί για την εντολή του Ρουσσώ, οι δάσκαλοι, οι γονείς, οι δήμαρχοι, και οι όνοι προτίμησαν τη λύση του εφήμερου. Την ευκολία, το μυωπικό, τη χαλάρωση, τη συνεχή χρέωση, το «έχει ο Θεός». Κακά τα ψέματα. Σα δεν έχει ο άνθρωπος, δεν έχει ούτε ο Θεός.
(Λιαντίνης Δ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου